απαντώ

  • 11Сиотис, Динос — Динос Сиотис греч. Ντίνος Σιώτης Дата рождения: 19 декабря 1944(1944 12 19) (67 лет) Место рождения …

    Википедия

  • 12άνωγα — ἄνωγα (πρκμ. επικ. με σημασία ενεστ.) (Α) 1. (για βασιλείς και άρχοντες) παραγγέλλω, διατάσσω 2. (μεταξύ ίσων και για κατώτερους) συμβουλεύω, παρακινώ, προτρέπω 3. φρ. «αὐτὸν θυμὸς ἀνώγει» η ψυχή του τον προτρέπει, τον αναγκάζει (Όμηρος). [ΕΤΥΜΟΛ …

    Dictionary of Greek

  • 13αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) …

    Dictionary of Greek

  • 14αναιρώ — ( έω) (Α ἀναιρῶ) 1. ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία, ανασκευάζω, αντικρούω 2. καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ 3. αθετώ, αρνούμαι 4. θανατώνω, φονεύω (ειδ. στα νεοελλ. «φονεύω απρομελέτητα σε βρασμό ψυχικής ορμής») αρχ. Ι. (ενεργ. και μέσ.) 1. σηκώνω… …

    Dictionary of Greek

  • 15αναπάντητος — η, ο (Α ἀναπάντητος, ον) [ἀπαντώ] νεοελλ. 1. αυτός που δεν πήρε απάντηση, που έμεινε χωρίς απάντηση 2. αυτός που δεν έδωσε ή δεν μπορεί να δώσει απάντηση, που αποστομώθηκε 3. αυτός, τον οποίο δεν συνάντησε ή δεν επιθυμεί κανείς να συναντήσει αρχ …

    Dictionary of Greek

  • 16ανθυλακτώ — ἀνθυλακτῶ ( έω) (AM) απαντώ με γαυγίσματα …

    Dictionary of Greek

  • 17ανιάχω — ἀνιάχω (Α) [ιάχω] 1. κραυγάζω δυνατά 2. ανακηρύσσω, επαινώ μεγαλόφωνα 3. απαντώ μεγαλόφωνα …

    Dictionary of Greek

  • 18αντάδω — ἀντᾴδω (Α) 1. αποκρίνομαι στο άσμα κάποιου με άσμα 2. απαντώ σε κάποιον που με φωνάζει 3. βάζω τις φωνές σε κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 19αντάω — ἀντάω (Α) 1. έρχομαι απέναντι σε κάποιον, συναντώ κάποιον 2. συναντώ κάποιον εχθρικά, έρχομαι σε σύγκρουση 3. φθάνω μέχρι, κατάγομαι από 4. παίρνω μέρος σε κάτι, μετέχω σε κάτι 5. παθαίνω κάτι από κάποιον 6. συντυχαίνω, λαχαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 20ανταίνω — 1. συναντώ 2. μπλέκομαι, συναντώ εμπόδιο, κακό συναπάντημα 3. κατορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντάω «συναντώ», αναλογικά προς άλλα ρ. σε αίνω (πρβλ. απαντώ απανταίνω, καταντώ κατανταίνω), των οποίων ο ενεστ. μεταπλάστηκε σε αίνω υποχωρητικά από τον… …

    Dictionary of Greek