απαλύνω
41μαλακώνω — (Α μαλακῶ, όω, Μ μαλακώνω) [μαλακός] μαλάζω, κάνω κάτι ευμάλακτο νεοελλ. 1. ανακουφίζω, καταπραΰνω («το φάρμακο αυτό μού μαλάκωσε τον πόνο») 2. (για πρόσ.) κατευνάζω, ηρεμώ («μόλις έβαλα τα κλάματα τόν μαλάκωσα και άρχισε τη συζήτηση») 3. γίνομαι …
42μαλθακώνω — [μαλθακός] 1. κάνω κάτι μαλακό, μαλακώνω, απαλύνω 2. κάνω κάποιον μαλθακό, εκθηλύνω 3. γίνομαι θηλυπρεπής, εκθηλύνομαι …
43μετριάζω — (I) (ΑΜ μετριάζω, Μ και μιτριάζω και μιτριγιάζω) 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι μέτριο, κρατώ κάτι μέσα στα όρια τού μέτρου, μειώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση, περιστέλλω, περιορίζω (α. «μετριάζω την ταχύτητα» β. «οὐκ ἂν ποτ ᾠήθησαν ὅρκοις …
44τακερώ — όω, Α [τακερός] 1. κάνω κάτι μαλακό, τρυφερό («ἑψῆσαι δεῑ τὰς κολοκυνθίδας ἐν ὕδατι ἄχρι τακερωθῶσι», Αγα θιν.) 2. απαλύνω …
45τερείνω — Α καθιστώ κάτι μαλακό, απαλύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρεινα, θηλ. τού επιθ. τέρην «απαλός»] …
46τρυφεραίνω — ΝΑ [τρυφερός] νεοελλ. 1. κάνω κάτι τρυφερό, τό απαλύνω 2. (αμτβ.) γίνομαι τρυφερός αρχ. παθ. τρυφεραίνομαι καθίσταμαι τρυφηλός («διακινηθεὶς τῷ σώματι καὶ τρυφερανθείς», Αριστοφ.) …
47ՓԱՓԿԱՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 2 0939 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 12c ն. ἁπαλύω, ἁπαλύνω mollio, mollem reddo. Տալ փափկանալ. գրգել. մեղկացուցանել. եւ Կակղացուցանել. փափկացնել, փափուկ պահել. ... *Փափկացուսցէ զմարմին նորա իբրեւ… …
48απαλαίνω — βλ. απαλύνω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
49τρυφεραίνω — τρυφεράθηκα 1. μτβ., κάνω κάτι τρυφερό, το απαλύνω, το μαλακώνω: Όταν θυμώνει, αυτή τον τρυφεραίνει με χάδια. 2. αμτβ., γίνομαι τρυφερός, μαλακώνω: Με τη μουσική τρυφεραίνω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
50ἁπαλυνομένη — ἁπαλῡνομένη , ἁπαλύνω soften pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …