απαλύνω

  • 31αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ …

    Dictionary of Greek

  • 32βαθαίνω — και βαθύνω (Α βαθύνω) 1. κάνω κάτι βαθύ, βαθουλώνω 2. (αμτβ.) γίνομαι βαθύς νεοελλ. (για χρώματα) παίρνω βαθύτερη, πιο σκούρα απόχρωση αρχ. 1. δίνω βάθος στη στρατιωτική παράταξη, αναπτύσσω σε βάθος 2. προσπαθώ ν αντιληφθώ τη βαθύτερη σημασία… …

    Dictionary of Greek

  • 33βαραίνω — (Μ βαραίνω) 1. γίνομαι βαρύς 2. προκαλώ αίσθημα βάρους, στενοχωρώ 3. σκληρύνομαι νεοελλ. Ι. 1. έχω βάρος, είμαι βαρύς 2. στενοχωρούμαι, αγανακτώ 3. στενοχωρώ κάποιον 4. πιέζω κάποιον μετο βάρος μου 5. επιβαρύνω κάποιον 6. γέρνω, λυγίζω από το… …

    Dictionary of Greek

  • 34βλέννα — η (AM βλέννα) το έκκριμα της μύτης, μύξα νεοελλ. γλοιώδης και ημιδιαφανής έκκριση των βλεννογόνων αδένων. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα δύο ν των λέξεων βλέννα και βλέννος οφείλονται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό, εκτός άν ο τ. βλέννος θεωρηθεί ότι προήλθε από …

    Dictionary of Greek

  • 35ευμαρίζω — εὐμαρίζω (ΑΜ) [ευμαρής] ελαφρύνω, ανακουφίζω, καθησυχάζω, απαλύνω …

    Dictionary of Greek

  • 36κατευμαρίζω — (AM) (επιτ. τ. τού ευμαρίζω*) ελαφρύνω, ανακουφίζω, καθησυχάζω, απαλύνω εντελώς …

    Dictionary of Greek

  • 37λειαίνω — (Α λειαίνω και λεαίνω) [λείος] 1. κάνω κάτι λείο με ξύσιμο ή τρίψιμο, γυαλίζω, στιλβώνω («πᾱν δ εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ομαλό, εξομαλύνω («λείηναν δὲ χορόν», Ομ. Οδ.) 3. μτφ. μετριάζω, αμβλύνω, απαλύνω αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 38μαλακοποιώ — μαλακοποιῶ, έω (Α) [μαλακοποιός] κάνω κάτι μαλακό, μαλακώνω, απαλύνω …

    Dictionary of Greek

  • 39μαλακτιάνω — και μαλακτιαίνω και μαλακτιαινίσκω (Μ) 1. μαλακώνω, απαλύνω 2. κατευνάζω, καταπραΰνω 3. γίνομαι μαλακός, απαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαλακτιάνω < μαλακτός + κατάλ. ιάνω. Το ρ. μαλακτιαίνω < μαλακτός + κατάλ. ιαίνω (πρβλ. υγιαίνω), ενώ το ρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 40μαλακύνω — (Α μαλακύνω) [μαλακός] 1. μαλακώνω, απαλύνω 2. εξασθενώ κάποιον ή κάτι αρχ. 1. κάνω κάποιον άτολμο, δειλό («κύριος ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου», ΠΔ) 2. παθ. μαλακύνομαι γίνομαι οκνηρός και δειλός («ὄπισθεν ἕπεσθε... ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ… …

    Dictionary of Greek