απαιτώ

  • 61ποιναλίζω — Α [ποινή] απαιτώ την επιβολή ποινής …

    Dictionary of Greek

  • 62προαιτώ — έω, Α ζητώ ή απαιτώ από κάποιον κάτι εκ τών προτέρων …

    Dictionary of Greek

  • 63προαπαιτώ — προαπαιτῶ, έω, ΝΑ απαιτώ εκ τών προτέρων, προβάλλω αξιώσεις προκαταβολικά …

    Dictionary of Greek

  • 64προεξαιτώ — έω, Α [ἐξαιτῶ] απαιτώ προηγουμένως κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 65προσαιτώ — έω, ΜΑ [αἰτῶ] ζητώ με παρακλήσεις ελεημοσύνη από κάποιον, ζητιανεύω αρχ. 1. ζητώ, απαιτώ κάτι επιπροσθέτως 2. έχω επί πλέον ανάγκη από κάτι για κάποιο σκοπό («εἰ μὴ πλείονας ἀνθρώπους ἢ ὅσους αὐτὰ τὰ ἔργα προσαιτοίη κατ ἐνιαυτὸν ἐμβάλοιμεν»,… …

    Dictionary of Greek

  • 66προσαπαιτώ — έω, ΜΑ απαιτώ, αξιώνω κάτι επί πλέον από κάποιον ως χρέος του …

    Dictionary of Greek

  • 67προσεξαιτούμαι — έομαι, Α ζητώ, απαιτώ κάτι επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐξαιτοῦμαι «ζητώ, παρακαλώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 68προσεπιλαμβάνω — Α [ἐπιλαμβάνω] 1. περιλαμβάνω, δένω κάτι με κάτι άλλο («προσεπιλαμβάνω ταινίῃ τὸν βραχίονα περὶ τὶ στῆθος περιδέοντα», Ιπποκρ.) 2. λαμβάνω, απαιτώ κάτι περισσότερο 3. καταλαμβάνω επί πλέον («ἀπὸ δὲ τῶν δύσεων λίμνῃ προσεπιλαμβανούσῃ καὶ τοῡ πρὸς… …

    Dictionary of Greek

  • 69προσπράσσω — και αττ. τ. προσπράττω Α 1. (το ενεργ. και το μέσ.) εισπράττω ή απαιτώ κάτι ακόμη 2. παθ. προσπράττομαι (για χρήματα) εισπράττομαι με τη βία από κάποιον («καὶ προσεπράσσοντο χρήματα», Δίων Κάσσ.) …

    Dictionary of Greek

  • 70πρόσταξη — η / πρόσταξις, άξεως, ΝΜΑ [προστάσσω] διαταγή, προσταγή αρχ. 1. πρόσθετη τοποθέτηση ενός πράγματος σε ένα άλλο 2. τοποθέτηση πρόσθετων στρατευμάτων στη φάλαγγα 3. φρ. α) «πρόσταξιν ποιοῡμαι» α) προστάζω β) (στην Αθήνα) απαιτώ ορισμένο αριθμό… …

    Dictionary of Greek