απαγορεύεται το κάπνισμα

  • 1κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… …

    Dictionary of Greek

  • 2βαχαβίτες — Μουσουλμανική κοινότητα που ιδρύθηκε στην Αραβία από τον Μουχάμαντ Ιμπν Αμπντ αλ Βαχάμπ (1703 1791), από τον οποίο προήλθε και η ονομασία της. Οι β. προτιμούν να αυτοαποκαλούνται μουβαχιντούν (ενωτικοί) και θεωρούνται σουνίτες. Η διδασκαλία τους …

    Dictionary of Greek

  • 3Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …

    Dictionary of Greek