-
1 απίστευτος
[апистэфтос] εκ. невероятный, неимоверный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απίστευτος
-
2 невероятный
-
3 баснословный
баснословныйприл μυθώδης, ἀνήκουστος, ὑπερβολικός, ἀπίστευτος. -
4 невероятный
невероя́тн||ыйприл1. ἀπίστευτος, ἀπίθανος:\невероятныйые слухи οἱ ἀπίθανες φήμες· творятся \невероятныйые вещи γίνονται ἀπίστευτα πράματα·2. (чрезмерный) ὑπερβολικός, ἐξαιρετικός:\невероятныйая доброта́ ἡ ἐξαιρετική καλοσύνη. -
5 неимоверный
неимоверныйприл ἀπίστευτος, τεράστιος. -
6 немыслимый
немыслим||ыйприл1. ἀπίστευτος, ἀφάνταστος (невероятный)/ ἀδύνατος, ἀκατόρθωτος (невозможный)/ ἀπαράδεκτος (неприемлемый):\немыслимыйые условия οἱ ἀφάνταστες συνθήκες. -
7 невероятный
[νιβιραγιάτνυϊ] επ. απίστευτος, απίθανος -
8 неимоверный
[νιιμαβιέρνυϊ] εκ. απίστευτος, τεράστιος -
9 немыслимый
[νιμύσλιμυΐ] εκ. απίστευτος, αφάνταστος, αδύνατος -
10 невероятный
[νιβιραγιάτνυϊ] επ απίστευτος, απίθανος -
11 неимоверный
[νιιμαβιέρνυϊ] επ απίστευτος, τεράστιος -
12 немыслимый
[νιμύσλιμυϊ] επ απίστευτος, αφάνταστος, αδύνατος -
13 анекдотический
επ.ανεκδοτικός, ο του ανεκδότου. || απίθανος, απίστευτος. -
14 невероятный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. απίθανος, απίστευτος• μυθώδης.2. πολύ δυνατός (μεγάλος), υπερβολικός, εξαιρετικός•-успех εξαιρετική επιτυχία•
-ая боль πολύ δυνατός (μεγάλος) πόνος.
-
15 неимоверный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноαπίστευτος• απίθανος. -
16 немыслимый
επ., βρ: -лим, -а, -оαπίστευτος, απίθανος, αφάνταστος• αδιανόητος. -
17 несусветный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноκαταπληκτικός, απίστευτος, αφάνταστος, απίθανος. || αφόρητος, ανυπόφορος πολύ μεγάλος, πολύ δυνατός•-ая жара πολύ μεγάλος καύσονας.
-
18 поразительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноκαταπληκτικός εκπληκτικός απίστευτος, αφάνταστος•-ое сходство καταπληκτική ομοιότητα.
|| θαυμάσιος, υπέροχος, θεσπέσιος•-ая красота βαύμα-ομορφιά.
-
19 умопомрачительный
επ., βρ: -лен, -льна, -оκαταπληκτικός, εξαιρετικός, αφάνταστος, απίστευτος•красота -ая ομορφιά умопомрачительный τρελλαμός•
умопомрачительный расходы -ые έξοδα τεράστια, για τρελλαμό.
-
20 фантастический
επ.1. φανταστικός, φαντασιώδης•фантастический роман φανταστικό μυθιστόρημα.
2. μαγικός, μαγευτικός, γοητευτικός.3. χιμαιρικός ουτοπικός, ρομαντικός.4. απίθανος, απίστευτος, μυθώδης, μυθιστορηματικός. || υπερφυσικός, υπερφυής• τερατώδικος.
См. также в других словарях:
απίστευτος — η, ο 1. αυτός που δεν μπορεί να γίνει πιστευτός, ο απίθανος 2. πρωτάκουστος, εκπληκτικός … Dictionary of Greek
απίστευτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν πιστεύουμε, απίθανος: Κάθε φορά τούς διηγόταν απίστευτες ιστορίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προαπιστούμαι — έομαι, Α είμαι απίστευτος εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπιστοῦμαι «δεν γίνομαι πιστευτός, φαίνομαι απίστευτος»] … Dictionary of Greek
ακατάπιοτος — η, ο [καταπίνω] 1. ο ακατάποτος* 2. αυτός που δεν καταπίνεται μτφ. ο απίστευτος … Dictionary of Greek
ακόλλητος — η, ο (Α ἀκόλλητος, ον) αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική ουσία «φάκελος ακόλλητος», «λίθοι ακόλλητοι» νεοελλ. ο απίθανος, ο απίστευτος «ακόλλητο ψέμα» αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί «ἀκόλλητον δέρμα σώμασι»… … Dictionary of Greek
ανεπίγραφος — η, ο (AM ἀνεπίγραφος, ον) 1. εκείνος που δεν έχει επιγραφή 2. (για συγγράματα) ανώνυμος, εκείνος του οποίου ο συγγραφέας δεν είναι γνωστός μσν. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί, παράδοξος, απίστευτος αρχ. μτφ. ο χωρίς σαφή γνωρίσματα… … Dictionary of Greek
ανεπίστευτος — η, ο ο απίστευτος … Dictionary of Greek
απίθανος — η, ο (AM ἀπίθανος, ον) (για πράγματα) ο μη πιθανός, μη ευλογοφανής, απίστευτος νεοελλ. (για πρόσωπα μτφ.) εξαίρετος, θαυμάσιος αρχ. (για πρόσωπα) 1. αυτός που δεν γίνεται εύκολα πιστευτός 2. αυτός που δεν πείθει τους άλλους … Dictionary of Greek
ατεράτευτος — ἀτεράτευτος, ον (Μ) αυτός που δεν είναι απίστευτος … Dictionary of Greek
καταπληκτικός — ή, ό (AM καταπληκτικός, ή, όν) [κατάπληκτος] 1. αυτός που προξενεί κατάπληξη, εκπληκτικός, απίστευτος, αφάνταστος 2. τρομερός, φοβερός. επίρρ... καταπληκτικά και καταπληκτικώς (AM καταπληκτικώς) νεοελλ. με καταπληκτικό τρόπο, εκπληκτικά,… … Dictionary of Greek
μακιαβελισμός — ο 1. πολιτικό δόγμα και σύστημα που διατύπωσε ο Μακιαβέλι και που βασίζεται στη χρησιμοποίηση όλων τών μέσων εκ μέρους ενός ηγεμόνα, χωρίς ηθικούς φραγμούς, προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του 2. απαράδεκτη από ηθική άποψη πολιτική 3. δόλιος … Dictionary of Greek