απίστευτος
11μακιαβελισμός — ο 1. πολιτικό δόγμα και σύστημα που διατύπωσε ο Μακιαβέλι και που βασίζεται στη χρησιμοποίηση όλων τών μέσων εκ μέρους ενός ηγεμόνα, χωρίς ηθικούς φραγμούς, προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του 2. απαράδεκτη από ηθική άποψη πολιτική 3. δόλιος …
12μπαμπούλας — ο 1. φανταστικός δαίμονας τού κακού που τόν αναφέρουν για να φοβίζουν τα μικρά παιδιά («απίστευτος μπαμπούλας που τρομάζει τα παιδιά τού χωριού») 2. (κατ επέκτ.) καθετί το οποίο προκαλεί αβάσιμο φόβο, φόβητρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ.… …
13πανάπιστος — πανάπιστος, ον (Α) από κάθε άποψη απίστευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄπιστος] …
14παράδοξος — η, ο / παράδοξος, ον, ΝΑ αυτός που γίνεται παρά προσδοκία, απίστευτος, απίθανος, παράξενος, αλλόκοτος (α. «οι ιστορίες του είναι πάντα παράλογες και παράδοξες» β. «πάνυ γὰρ παράδοξα λέγεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός παθολογικού… …
15πρωτάκουστος — η, ο, Ν 1. (με θετική σημ.) αυτός που για πρώτη φορά ακούγεται ή αυτός που ακούστηκε μόλις πριν από λίγο («με μιας τραγούδι ουράνιο πρωτάκουστο, δροσάτο / το γέρο τον αντίλαλο τριγύρω μας ξυπνά», Βαλαωρ.) 2. (κατ επέκτ.) πρωτοφανής, εκπληκτικός,… …
16τέρας — ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ …
17τρομακτικός — και τρομαχτικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που προκαλεί τρόμο, τρομερός («τρομακτική θαλασσοταραχή») 2. μτφ. εκπληκτικός, απίστευτος (α. «τρομακτικό θάρρος» β. «τρομακτικό βάθος»). επίρρ... τρομακτικώς και τρομακτικά Ν με τρόπο που προξενεί τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ …
18Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …
19ανήκουστος — η, ο αυτός που δεν έχει ακουστεί ως τώρα, πρωτάκουστος, απίστευτος: Ανήκουστη υπήρξε η βαρβαρότητα των χιτλερικών προς τους Εβραίους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
20απίθανος, -η — ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι πιθανός, απίστευτος: Απίθανη θεωρείται η είδηση ότι θα δοθεί νέα αύξηση μισθών και ημερομισθίων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)