αξιομνημόνευτος
1ἀξιομνημόνευτος — worthy of mention masc/fem nom sg …
2αξιομνημόνευτος — η, ο (AM ἀξιομνημόνευτος, ον) ο άξιος μνείας, όποιος δεν μπορεί να μείνει απαρατήρητος, ο σημαντικός …
3αξιομνημόνευτος — η, ο άξιος να μνημονεύεται, σημαντικός: Η 28η Οκτωβρίου 1940 είναι χρονολογία αξιομνημόνευτη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀξιομνημόνευτον — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem acc sg ἀξιομνημόνευτος worthy of mention neut nom/voc/acc sg …
5ἀξιομνημονευτότερος — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc nom comp sg …
6ἀξιομνημονεύτου — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem/neut gen sg …
7ἀξιομνημονεύτους — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem acc pl …
8ἀξιομνημονεύτων — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem/neut gen pl …
9ἀξιομνημονεύτῳ — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem/neut dat sg …
10ἀξιομνημόνευτα — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention neut nom/voc/acc pl …