Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αν τύχη και

  • 1 судьба

    -ы, πλθ. судьбы, судеб κ. παλ. судеб, судьбам κ. παλ. судьбам θ.
    1. τύχη, μοίρα, ειμαρμένη, το μοιραίο• το πεπρωμένο, το γραφτό, της τύχης τα γραμμένα, μοιρόγραφτο• ριζικό.
    2. πλθ. -ы η ύπαρξη και η εξέλιξη•

    исторические -ы народных псень η τύχη και η εξέλιξη των δημοτικών τραγουδιών,

    εκφρ.
    какими -ами? – πως έπεσες (βρέθηκες) εδώ; ποιο καράβι σι έβγαλε εδώ;•
    не судьба ему – δε θα έχει τύχη, δε θα είναι τυχερός.

    Большой русско-греческий словарь > судьба

  • 2 решить

    -щу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. решенный, βρ: -шен, -шена, -шено
    ρ.σ.
    1. αποφασίζω•

    он -ил остаться на лето в городе αυτός αποφάσισε να μείνει το καλοκαίρι στην πόλη.

    2. (νομ.) εκδίδω, βγάζω απόφαση•

    суд -ил дело в мою пользу το δικαστήριο έβγαλε απόφαση υπέρ εμού.

    3. λύνω•

    решить кроссворд λύνω το σταυρόλεξο•

    решить задачу (μαθ.) λύνω το πρόβλημα•

    решить уравнение λύνω την εξίσωση•

    решить загадку λύνω το αίνιγμα•

    решить вопрос, проблему λύνω το ζήτημα, το πρόβλημα.

    4. παλ. διαλύω, απομακρύνω, διώχνω.
    5. τελειώνω, περατώνω.
    6. (απο)στερώ. || σκοτώνω, φονεύω.
    εκφρ.
    решить жизни – (απλ.) σκοτώνω•
    решить судьбу ή участь – αποφασίζω (καθορίζω, κρίνω) την τύχη•
    - шено и подписано – αποφασίστηκε και υπογράφηκε (έληξε οριστικά και αμετάκλητα).
    1. αποφασίζω, παίρνω απόφαση. || τολμώ, αποκοτώ.
    2. αποφασίζομαι, καθορίζομαι, κρίνομαι•

    участь его -лась η τύχη του αποφασίστηκε.

    3. (απλ.) αχρηστεύομαι. || πεθαίνω.
    4. (απλ.) στερούμαι, χάνω•

    решить жизни πεθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > решить

  • 3 без

    без
    (безо) предлог с род. п.
    1. (указывает на отсутствие, недостаток) χωρίς, ἄνευ, δίχως:
    без отца и матери χωρίς πατέρα καί μητέρα; без сознания ἀναίσθητος; все без исключения ὀλοι ἀνεξαιρέτως; комната без окна δωμάτιο δίχως παράθυρο; без тебя справимся θά τά καταφέρουμε καί χωρίς ἐσένα; без сомнения ἀναμφίβολα; без причины χωρίς αἰτία; 2.; (за вычетом) παρά:
    без четверти десять δέκα παρά τέταρτο; ◊ пропал без вести ἀγνοείται ἡ τύχη του, ἐξαφανίστηκε.

    Русско-новогреческий словарь > без

  • 4 благо

    благ||о I
    с τό καλό[ν], τό ἀγαθό[ν]:
    \благоа жизни τά ἀγαθά τῆς ζωῆς; на \благо народа γιά τό καλό τοῦ λαού; ◊ ни за какие \благоа в мире σέ καμμιά περίπτωση, ποτέ, οὐδέποτε; всех благ! καλή τύχη!, ὅλα τά καλά!
    бла́го II
    союз ἀφοῦ, μια και:
    почитаем, бла́го есть время ἄς διαβάσουμε μιά καί ἐχουμε καιρό.

    Русско-новогреческий словарь > благо

  • 5 добрый

    добр||ый
    прил καλός, ἀγαθός:
    \добрыйые люди οἱ καλοί ἀνθρωποι· \добрый человек ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος· вы слишком \добрыйы ко мие μεγάλη ἡ καλωσύνη σας· ◊ \добрый малый καλός ἄνθρωπος, καλό παιδί, λεβεν-τόπαιδο· \добрыйое имя τό καλό ὀνομα, ἡ καλή φήμη· в \добрый час! ἡ ῶρα ἡ καλή! \добрыйое у́тро!, \добрый день! καλημέρα!· \добрый вечер! καλησπέρα (σας)!· \добрыйой но́чи! καληνύχτα!· всего́ \добрыйого! χαίρετε!, γεια χαρά!, καλή τύχη!· будьте \добрыйы! εὐαρε-στηθήτε νά!, ἐχετε τήν καλωσύνη νά!· \добрыйых три часа ὁλόκληρες τρεϊς ὠρες· чего́ \добрыйого он уедет μπορεί καί νά φύγει· \добрыйая половина τό μισό· по \добрыйой во́ле. εθελοντικά, ἐκούσια· люди \добрыйой воли οἱ ἄνθρωποι καλής θέλησης.

    Русско-новогреческий словарь > добрый

  • 6 случайность

    случайн||ость
    ж
    1. τό τυχαίο γεγονός, τό τυχαΐον περιστατικό:
    помешала \случайность εμπόδισε ἕνα τυχαίο γεγονός·
    2. (непредвиденное обстоятельство) τό ἀπρόοπτον, τό ἀπρόβλεπτον:
    по счастливой \случайностьости κατά καλή τύχη, κατά καλή σύμπτωση· могут быть всякие \случайностьости μπορεί νά συμβοῦν πολλά ἀπρόοπτα·
    3. филос. τό τυχαίο[ν]:
    \случайность и необходимость τό τυχαίο καί ἡ ἀναγκαιότητα.

    Русско-новогреческий словарь > случайность

  • 7 авось

    (μόριο)•ίσως, μπορεί, μήπως (και), авось отыграюсь ίσως κερδίσω τα χαμένα•

    надеяться на авось ελπίζω στο μήπως (στην τύχη).

    Большой русско-греческий словарь > авось

  • 8 бросать

    ρ.δ.μ.
    1. ρίπτω, ρίχνω, πετώ•

    гранату ρίχνω χειροβομβίδα•

    бросать якорь ρίχνω άγκυρα.

    2. μετακινώ, στέλλω, κατευθύνω•

    бросать войска в бой ρίχνω στρατεύματα στη μάχη.

    3. διαχέω, σκορπίζω•

    бросать тень ρίχνω σκιά•

    солнце -ет лучи ο ήλιος ρίχνει, τις ακτίνες.

    4. αποβάλλω ως άχρηστο•

    он крох не -ет αυτός δεν πετάει ούτε τα ψίχουλα.

    || τοποθετώ άταχτα•

    бросать одежду как попало αφήνω (πετώ) τα ενδύματα όπως και όπου λάχει.

    5. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ•

    бросать семью εγκαταλείπω την οικογένεια.

    || μτφ. παύω, σταματώ•

    бросать курить παύω να καπνίζω, κόβω το κάπνισμα•

    -айте работу! σταματήστε τη δουλιά!

    (απρόσ.) με πιάνει, με καταλαμβάνει•

    меня -ает то в жар, то в холод με πιάνει πότε ζέστη, πότε κρύο.

    εκφρ.
    бросать деньги – σπαταλώ (σκορπίζω) τα χρήματα•
    бросать жребий – ρίχνω τον κύβο, το ζάρι (λύνω τι με την τύχη)•
    бросать камень ή камнем ή грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω•
    бросать оружие – πετώ το όπλο (παραδίνομαι, δειλιάζω)•
    бросать перчатку – α) πετώ το γάντι (προκαλώ σε μονομαχία)• β) μπαίνω σε αγώνα εναντίον κάποιου•
    бросать свет – ρίχνω φώς, φωτίζω (διευκρινίζω, διασαφηνίζω)•
    бросать теньμτφ. αμαυρώνω.
    1. αλληλορίχνω•

    -снежками χιονοπολεμώ.

    || μτφ. περιφρονώ, δεν υπολογίζω•

    бросать людьми δεν λογαριάζω τους ανθρώπους (τον κόσμο).

    2. σπεύδω, τρέχω•

    бросать на помощь τρέχω σε βοήθεια.

    || ρίχνομαι, πέφτω•

    бросать на колени πέφτω στα γόνατα•

    бросать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά, -ιές.

    3. επιτίθεμαι, επιπίπτω, ορμώ, χυμώ, χύνομαι•

    собаки –ются на прохожих τα σκυλιά χύνονται στους διαβάτες.

    || τρώγω αχόρταγα•

    бросать на еду ρίχνομαι στο φαΐ.

    4. πηδώ από ψηλά•

    бросать в воду ρίχνομαι στο νερό•

    бросать в пропасть ρίχνομαι στο γκρεμό•

    бросать с моста ρίχνομαι από το γεφύρι.

    5. ρίχνομαι κλπ. ρ.μ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).
    εκφρ.
    бросать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα•
    бросать словами, обещаниями – πετώ λόγια, δίνω υποσχέσεις (μιλώ ανεύθυνα)•
    бросать в глаза – χτυπώ στα μάτια (τραβώ την προσοχή, κάνω εντύπωση)•
    вино ή хмель -ется в голову – με χτυπά το κρασί στο κεφάλι (με μεθά)•
    краска ή кровь -ется в лицо – κοκκινίζω (από κάποιο αίσθημα)’ кровь -ется в голову μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > бросать

  • 9 забросить

    -ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заброшенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ•

    забросить невод ρίχνω το δίχτυ.

    || κάμπτω, γέρνω•

    забросить голову назад ρίχνω πίσω (ανακάμπτω) το κεφάλι•

    забросить одну ногу на другую βά-βάζω το πόδι απανωτά•

    судьба его -ла далеко η τύχη τον έρριξε μακριά.

    2. αφήνω, ξεχνώ•

    я -ил куда-то ключи, а теперь не найду άφησα κάπου τα κλειδιά και τώρα δεν τα βρίσκω.

    3. εγκαταλείπω, παραμελώ•

    она совсем -ла детей αυτή εντελώς παραμέλησε τα παι,διά.

    4. σταματώ, παύω να ασχολούμαι•

    забросить музыку παρατώ τη μουσική•

    забросить чтение παρατώ το διάβασμα.

    Большой русско-греческий словарь > забросить

  • 10 крест

    α.
    σταυρός•

    деревянный крест ξύλινος σταυρός•

    могильный крест επιτάφιος σταυρός•

    флаг с -ом σημαία με σταυρό•

    георгиевский -за храбрость ο σταυρός του Αγίου Γεωργίου για αντρεία.

    || μτφ. κακή τύχη, βάσανα, δεινά•

    безропотно нести свой крест αγόγγυστα κουβαλώ το σταυρό μου.

    || ως επίρ. -ом σταυρωτά•

    сложить руки -ом σταυρώνω τα χέρια.

    εκφρ.
    болгарский крест – βουλγαρικός σταυρός (είδος κεντήματος με διπλό σταυρό)•
    крест накрест – σταυροειδώς, σταυρωτά• χιαστί•
    вот те крест – μα το σταυρό, μα το θεό, μα την πίστη•
    - а нет на ком – δεν έχει θεό απάνω του (άσπλαχνος), αθεόφοβος•
    поставить крест – βάζω τελεία και παύλα (οριστικός τερματισμός)•
    целовать крест – φιλώ το σταυρό (ορκιζόμενος)•
    оградить ή осенить себя -ом ή знамением -аπαλ. κάνω το σταυρό•
    распинать на крест – σταυρώνω, βάζω στο σταυρό•
    приложиться к -уπαλ. φιλώ (ασπάζομαι) το σταυρό.

    Большой русско-греческий словарь > крест

  • 11 наперекор

    επίρ. κ. πρόθ. ενάντια, αντίθετα προς, παρά και ενάντια, κόντρα σε πείσμα παρά•

    наперекор судьбы κόντρα στην τύχη•

    длать наперекор κάνω σε πείσμα•

    идти наперекор πηγαίνω κόντρα•

    наперекор желаниям αντίθετα προς τους πόθους•

    наперекор обычаю παρά τη συνήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > наперекор

  • 12 ходить

    хожу, ходишь
    ρ.δ.
    1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω, βαίνω•

    только что он начал -после тифа μόλις άρχισε αυτός να βαδίζει μετά τον τύφο.

    2. βλ. идти (1 σημ.), με τη διαφορά ότι•

    ходить σημαίνει επαναληπτική κίνηση, προς διάφορες κατευθύνσεις και σε διάφορο χρόνο•

    ходить с угла в угол βαδίζω από γωνία σε γωνία•

    ходить на цыпочках βαδίζω στις μύτες των ποδιών•

    ходить в ногу συμβαδίζω, πηγαίνω βήμα (βηματισμό)•

    ходить на вслах, πηγαί-με τα κουπιά, κωπηλατώ.

    || κινούμαι•

    месяц -ит по небу το φεγγάρι κινείται στον ουρανό.

    || μεταδίδομαι, εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    дым -ит по всей комнате ο καπνός ξαπλώνεται σ όλο το δωμάτιο.

    3. μεταβαίνω, πηγαίνω (με σημ. επανάληψης της ενέργειας, προς διάφορες κατευθύνσεις κ. διάφορο χρόνο)•

    ходить по магазинам πηγαίνω στα μαγαζιά•

    ходить на охоту πηγαίνω στο κυνήγι•

    ходить в школу πηγαίνω στο σχολείο•

    ходить в гости πηγαίνω φιλοξενούμενος•

    ходить гулять πηγαίνω περίπατο.

    || εκστρατεύω• πορεύομαι• επιτίθεμαι.
    4. κινούμαι γρήγορα.
    5. μεταδίδομαι από χέρι σε χέρι. || διαδίδομαι•

    вести -ят в народе τα νέα διαδίδονται (κυκλοφορούν) στο λαό.

    6. κινούμαι πίσω-μπρος, παλινδρομώ•

    -ит пила το πριόνι πηγαίνει πίσω-μπρός ή μπρος• πίσω•

    поршни -ят вверх и вниз τα έμβολα πηγαίνουν άνω-κάτω (ανεβοκαταβαίνουν).

    7. ταλαντεύομαι, δονούμαι, κουνιέμαι•

    мост -ит из стороны в сторону η γέφυρα κουνιέται (πηγαίνει πέρα-δώθε).

    8. βλ. идти (10 σημ.)•
    9. (διαλκ.) φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    10. τ ιμώμαι•

    квартира -ит двадцать рублей το διαμέρισμα αυτό νοικιάζεται είκοσι ρούβλια.

    || κυκλοφορώ• περιφέρομαι ή είμαι σε χρήση, σε συναλλαγή.
    11. περιποιούμαι, φροντίζω•

    ходить за больным περιποιούμαι τον άρρωστο•

    ходить за цветами περιποιούμαι τα λουλούδια.

    12. έχω το βαθμό, υπηρετώ με το βαθμό ή το αξίωμα.
    13. φορώ, φέρω•

    ходить в очках φορώ γυαλιά•

    ходить в лэлтях φορώ πα-λιοτσάρουχα.

    14. (γι,α κατάσταση)• βαδίζω, πηγαίνω•

    ходить как в тумане βαδίζω σαν σε ομίχλη (είμαι σκοτουριασμένος)•

    ходить повеся нос πηγαίνω με κρεμασμένο το κεφάλι (ταπεινωμένος)•

    ходить угрюмным βαδίζω σκυθρωπός•

    ходить голодным γυρίζω (περιφέρομαι) νηστικός.

    15. βλ. идти (19 σημ.).
    16. αφοδεύω, αποπατώ ή ουρώ.
    εκφρ.
    ходить в золоте – ντύνομαι (βγαίνω) ντυμένος στα χρυσά (πολυτελέστατα)•
    ходить по деламπαλ. • είμαι επιτετραμμένος ή ενταλμένος•
    не ходить за словом в карманπαλ.βλ. έκφραση στη λ. лезть•
    (все) под Богом -имπαλ. • άλλοι καθορίζουν την τύχη μας• όλα είναι δυνατόν να συμβούν.

    Большой русско-греческий словарь > ходить

См. также в других словарях:

  • τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τύχα …   Dictionary of Greek

  • Τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ μυθ. θεά… …   Dictionary of Greek

  • τύχη — η 1. σύμπτωση απρόοπτων γεγονότων: Πήρα αυτό το δρόμο στην τύχη. 2. καλοτυχία, ευτυχία: Είχα την τύχη ν αγοράσω αυτό το οικόπεδο. 3. κακοτυχία, ατυχία, δυστυχία: Είχε την τύχη να χάσει τα χρήματα και να χάσει και τη δουλειά του. 4. η μοίρα, το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Κεφαλονιάς — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1962 και άρχισε να λειτουργεί το 1969, στο ισόγειο της Κοργιαλένειου Βιβλιοθήκης, η οποία ξαναχτίστηκε μετά την ολοκληρωτική καταστροφή του παλαιού κτιρίου από τους σεισμούς του 1953. Η πλούσια συλλογή του από αρχειακά και… …   Dictionary of Greek

  • Τσανγκ Κάι-σεκ — (Νονγκ πο 1887 – Ταϊπέχ 1975). Κινέζος στρατηγός και πολιτικός. Από οικογένεια γεωργών και εμπόρων, το 1907 στάλθηκε να συμπληρώσει τις σπουδές του στο Τόκιο, όπου γνωρίστηκε με εξόριστους Κινέζους, οπαδούς του ριζοσπάστη ηγέτη Σουν Γιατ σεν. Το… …   Dictionary of Greek

  • Πάντα ταῦτα γὰρ τύχη δίδωσι καὶ παραιρεῖται πάλιν. — πάντα ταῦτα γὰρ τύχη δίδωσι καὶ παραιρεῖται πάλιν. См. Счастью не вовсе верь! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τυφλὸν δὲ καὶ δύστηνον ἀνθρώποις τύχη. — τυφλὸν δὲ καὶ δύστηνον ἀνθρώποις τύχη. См. Слепое счастие …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ετεοκλής και Πολυνείκης — Μυθολογικά πρόσωπα. Δίδυμοι γιοι του Οιδίποδα και της Ιοκάστης. Κατά τον μύθο –που έγινε πασίγνωστος με την τραγωδία του Αισχύλου Επτά επί Θήβαις– το μίσος χώρισε τα δύο αδέλφια, γιατί ο Ε. αρνήθηκε να παραδώσει τον θρόνο στον αδελφό του, όπως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»