ανάγκη
1ἀνάγκη — force fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2ἀνάγκῃ — ἀνάγκη force fem dat sg (attic epic ionic) …
3ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …
4ανάγκη — η 1. αυτό που επιβάλλεται από τη φύση των πραγμάτων, το αναπόφευκτο: Έχει ανάγκη από νοσοκομειακή περίθαλψη. 2. οικονομική δυσκολία, ανέχεια: Τελευταία βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη. 3. η αποπάτηση: Πήγε να κάνει την ανάγκη του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Ἀνάγκῃ οὐδὲ θεοὶ μάχονται. — ἀνάγκῃ οὐδὲ θεοὶ μάχονται. См. Нужда закон изменяет …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6Ὀστὶς δ’ ἀνάγκῃ συγκεχώρηκεν καλῶς. — См. Терпи казак, атаман будешь …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7κἀνάγκη — ἀνάγκη , ἀνάγκη force fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
8κἀνάγκῃ — ἀνάγκῃ , ἀνάγκη force fem dat sg (attic epic ionic) …
9ἀνάγκαι — ἀνάγκη force fem nom/voc pl ἀνάγκᾱͅ , ἀνάγκη force fem dat sg (doric aeolic) …
10ἀνάγκηι — ἀνάγκῃ , ἀνάγκη force fem dat sg (attic epic ionic) …