ανώτερος
111κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων …
112κολονέλος — ο ανώτερος αξιωματικός, συνταγματάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. colonello] …
113κομφουκιανισμός — Πολιτικό, φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που έλαβε την ονομασία του από τον Κινέζο φιλόσοφο Κοφούκιο (βλ. λ.). Το σύστημα αυτό διαδόθηκε και πέρα από τα σύνορα της Κίνας (Κορέα, Ιαπωνία) και αναπτύχθηκε, στην πορεία των αιώνων, από άλλους… …
114κρατιστεύω — (Α) [κράτιστος] 1. είμαι έξοχος, εξέχω, υπερέχω, είμαι ανώτερος (α. «λόγος κρατιστεύων», Πίνδ. β. «τῷ σώματι καὶ τῆ ψυχῆ κρατιστεύοντας», Ξεν.) 2. υπερτερώ, νικώ κάποιον («ἐν οἷς ἐκεῑνος τῶν ἡλικιωτῶν ἐκρατίστευε», Iσοκρ.) 3. (το αρσ. μτχ. ενεστ …
115κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …
116κόμης — Τίτλος ευγενείας, ανάμεσα στον βαρόνο και στον μαρκήσιο, τον οποίο φέρουν οι κληρονόμοι των παλιών τιτλούχων. Σε πολλές χώρες τείνει να καταργηθεί, αλλά διατηρείται ακόμη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σήμερα, μάλιστα, απονέμεται σε πρόσωπα της υψηλής… …
117λάμα — I Βουδιστές ιερείς. Βλ. λ. λαμαϊσμός· Δαλάι Λάμα. II Ποταμός της Ρωσίας, στις περιοχές Μόσχα και Καλίνιν. Βλ. λ. Μόσκοβας. * * * (I) η μικρή, λεπτή μετάλλινη πλάκα κοπτικού εργαλείου («λάμα μαχαιριού») 2. μικρό ξυραφάκι, λεπίδα που τοποθετείται… …
118λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …
119μέδιμνος — Μονάδα χωρητικότητας για ξηρά εδώδιμα, κυρίως σιτηρά. Θεσπίστηκε από τον Σόλωνα στην Αθήνα, ενώ υποδιαιρέσεις του ήταν ο τριτεύς (ένα τρίτο), ο εκτεύς (ένα έκτο), το ημίεκτο (ένα δωδέκατο), ο χοίνιξ (ένα τεσσαροκοστό όγδοο) και η κοτύλη (ένα… …
120μανδαρίνος — Με τον όρο μ. (από την πορτογαλική λέξη mandarin, παραλλαγή της σανσκριτικής μαντρίν = σύμβουλος) ονομάζονταν από τους Ευρωπαίους οι ανώτεροι πολιτικοί και στρατιωτικοί λειτουργοί της αυτοκρατορικής Κίνας. Στην κινεζική γλώσσα ονομάζονταν κου… …