ανώτερος

  • 101καίνυμαι — (Α) 1. υπερτερώ, υπερέχω (α. «ἐκαίνυτο φῡλ ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι» ήταν ο ανώτερος απ όλους τους ανθρώπους στο να κυβερνήσει πλοίο, Ομ. Οδ. β. «ἥ ῥα γυναικῶν φῡλον ἐκαίνυτο... εἴδεΐ τε μεγέθει τε» που ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στη μορφή και… …

    Dictionary of Greek

  • 102καθυπέρτερος — καθυπέρτερος, έρα, ον, ιων. τ. κατυπέρτερος, έρη, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από άλλον, υπέρτερος 2. μτφ. ο πολύ ανώτερος, αυτός που επικρατεί, αυτός που υπερέχει («θεοῡ δ ἒτι ἰσχὺς καθυπερτέρα», Αισχύλ.) 3. (για αστέρες ή αστερισμούς)… …

    Dictionary of Greek

  • 103καθυπερέχω — (AM) (επιτατ. τού υπερέχω) είμαι πολύ ανώτερος, υπερέχω κατά πολύ («καθυπερεχόντων τῶν Κελτῶν τῆ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπερ έχω] …

    Dictionary of Greek

  • 104καθύπερθε — και πριν από φωνήεν καθύπερθεν, ιων. τ. κατύπερθε (Α) (ποιητ. επίρρ.) 1. από πάνω προς τα κάτω («δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν», Ομ. Ιλ.) 2. πάνω (α. «κατύπερθε «τῶν ὅπλων τοῡ τόνου», Ηρόδ. β. «καθύπερθε Χίου» προς Βορράν τής Χίου, Ομ. Οδ.) 3 …

    Dictionary of Greek

  • 105καλλιάζω — (I) καλλιάζω (Μ) 1. φαίνομαι ανώτερος, ξεπερνώ κάποιον 2. αναγνωρίζω την υπεροχή κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιον, συγκρ. βαθμός τού επίρρ. καλῶς]. (II) καλλιάζω (Α) είμαι μέλος τού δικαστηρίου κάλλιον (II)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιον (II)* + κατάλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 106καρδινάλιος — I (Cardinalis). Στρουθιόμορφα πτηνά της οικογένειας των σπιζιδών, ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής. Έχουν ένα χαρακτηριστικό λοφίο στο κεφάλι και κόκκινο φτέρωμα – τουλάχιστον σε ορισμένα τμήματα. Τυπικός εκπρόσωπος της ποικιλόμορφης αυτής ομάδας… …

    Dictionary of Greek

  • 107κηρυκευτικός — ή, ό [κηρυκεύω] 1. αυτός που αναφέρεται στον κήρυκα 2. το ουδ. ως ουσ. το κηρυκευτικό α) σήμα εχθρικού πλοίου στο οποίο επιβαίνει ανώτερος αξιωματικός για έναρξη διαπραγματεύσεων με τον αντίπαλο β) το πλοίο που φέρει αυτό το σήμα …

    Dictionary of Greek

  • 108κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η …

    Dictionary of Greek

  • 109κληρικαλισμός — Πολιτική τάση που υποστηρίζει και επιδιώκει την ανάδειξη της Εκκλησίας και του κλήρου σε ηγετική δύναμη της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής μιας χώρας. Ονομάζεται και κληροκρατία. Οι οπαδοί του υποστηρίζουν τη συμμετοχή του κλήρου στα …

    Dictionary of Greek

  • 110κοιάστωρ — κοιάστωρ, ωρος, ὁ (Α) ανώτερος δικαστικός υπάλληλος στη Ρώμη και στο Βυζάντιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κυαίστωρ < λατ. quaestor] …

    Dictionary of Greek