-
1 ανόητος
[аноитос] εκ. глупый, нелепый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανόητος
-
2 безобразный
безобразный 1) (некрасивый ) άσχημος 2) (возмутительньй) ανόητος, απρεπής* * *1) ( некрасивый) άσχημος2) ( возмутителъный) ανόητος, απρεπής -
3 бессмысленный
бессмысленный 1) παράλο γος ανόητος 2) (бесцельный ) άσκοπος* * *1) παράλογος; ανόητος2) ( бесцельный) άσκοπος -
4 бестолковый
-
5 глупый
-
6 неразумный
-
7 тупой
-
8 бестолковый
бестолко́в||ыйприл ἀνόητος, ἀδέξιος, ἀσυνάρτητος:\бестолковый человек ἀνόητος ἀνθρωπος; \бестолковыйое письмо́ ἀσυνάρτητο γράμμα. -
9 глупый
επ., βρ: глуп, -а, -оκουτός, ανόητος, μωρός•-ая затея ανόητος σκοπός (επιδίωξη)•
-ое поведение βλακώδης συμπεριφορά•
-ая книга αχαμνό βιβλίο.
-
10 истукан
-а α.1. άγαλμα, είδωλο.2. (απλ.) άκαρδος, σκληρόκαρδος. || κουτός, ανόητος.εκφρ.стоять (сидеть) -ом ή как истукан – α) στέκομαι σαν άγαλμα (ακίνητος). β) στέκομαι σαν ξύλο (ανόητος). -
11 абсурдный
абсурд||ныйприл παράλογος, ἀτοπος, ἀνόητος. -
12 безголовый
безголовыйприл1. ἀκέφαλος'2. (глупый) разг ἀνόητος, μωρός, κουτός / ξεχασιάρης (забывчивый). -
13 безмозглый
безмозглыйприл б ран. ἀμυαλος, ἀνόητος. -
14 бессмысленный
бессмысленн||ыйприл παράλογος, ἀνόητος/ἄσκοπος (бесцельный). -
15 вздорный
вздор||ныйприл1. (нелепый) ἀνόητος, μωρός·2. (сварливый) разг ὁ καυγατζής:\вздорныйный человек ὁ ἀνάποδος ἄνθρωπος. -
16 глупец
глуп||ецм ὁ βλάκας, ὁ κουτός, ὁ ἀνόητος. -
17 глупый
глу́п||ыйприл βλακώδης, κουτός, ἀνόητος:он глуп как пробка βλάκας μέ περικεφαλαία. -
18 до
до Iпредлог с род. п.1. ὠς, ἐως:от Т^ До Киева ἀπ' τή Μόσχα ὡς τό Κί· Ρο с осени до зимы ἀπό τό φθινόπωρο ^Ι°Ζεΐμῶνα· с утра до вечера ἀπό τό πΡωι ὡς -ό βραδυ·2. (вплоть до) ἰσαμε, μέχρι[ς]:до конца ὡς τό τέλος, μέχρι τέλους· до берега ίσαμε τό γιαλό· бороться до последней капли кро́ви ἀγωνίζομαι μέχρι (τής) τελευταίας ρανίδος (τοῦ) αίματος· до сих пор а) ίσαμε τώρα (о времени), б) ίσαμε δῶ (о пространстве)· до особого распоряжения μέχρι είδικής διαταγής· дети до 10 лет τά παιδιά κάτω των δέκα ἐτῶν3. (прежде, перед) πρίν (ἀπό), πρό:до революции πρίν τήν ἐπανάσταση· до нашей эры πρό Χριστού· до войны πρίν τό πόλεμο, πρό τοῦ πολέμου· до обеда πρό τοῦ γεύματος, πρίν ἀπό τό γεύμα· до темноты πριν βραδυάσει, πρίν σκοτεινιάσει· до отъезда πρίν νά φύγω·4. (при указании степени чего-л.):я до крайности удивлен μένω κατάπληκτος, ἀπορῶ καί ἐξίσταμαι· я до того́ счастлив! εἶμαι τόσο εὐτυχής!· до чего́ он глуп! τί βλάκας πού εἶναι!, πόσο ἀνόητος εἶναι!·5. (около) μέχρι, περίπου, ὠς:жара до 30° ζέστη μέχρι 30 βαθμούς· в зале до тысячи мест ἡ αίθουσα ἐχει περίπου χίλιες θέσεις· ◊ мне нет дела до этого αὐτό δέν μέ ἀφορα· мне не до шу́ток δέν ἔχω δρεξη γιά ἀστεϊα· мне не до смеху δέν ἔχω δρεξη γιά γέλοια· мне не до вас δέν μπορῶ ν'ἀσχοληθῶ μαζί σας· мне не до того δέν ἔχω καιρό γιά...· что до меня... δσο γιά μένα...· от времени до времени ἀπό καιροῦ είς καιρόν до тех пор пока μέχρις δτου, ὡς πού νά· до того́ как μέχρις δτου, ὡς πού νά· до свидания ἀντίο, είς τό ἐπανιδείν, χαίρετε· до завтра (ές) αὐριον.до IIс нескл. муз. τό ντό. -
19 дурак
ду́р||а́км ὁ βλάκας, ὁ ἀνόητος, ὁ κουτός, ὁ χαζός· ◊ иаби́тый \дуракак βλάκας μέ περικεφαλαία· валять \дуракака κάνω κου-ταμάρες· оставлять кого-л. в \дуракаках πιάνω κορόιδο, ἐξαπατώ κάποιον оставаться в \дуракаках τήν παθαίνω, πιάνομαι κορόιδο· нашли́ \дуракака! βρήκανε κορόϊδο! дурако́в нет! δέν είμαστε χαζοί!· \дуракалей разг см. дурак. -
20 дурацкий
дурацкийприл ἀνόητος, βλακώδης.
См. также в других словарях:
ἀνόητος — not thought on masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανόητος — η, ο (Α ἀνόητος, ον) 1. (για ανθρώπους) αστόχαστος, αυτός που δεν έχει μυαλό, δεν είναι σέ θέση να σκεφθεί ή να καταλάβει 2. (για λόγια ή πράξεις) ασύνετος, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος αρχ. 1. (παθ. σημ.) αυτός για τον οποίο δέν έγινε ή δεν μπορεί … Dictionary of Greek
ανόητος — η, ο επίρρ. α μωρός, κουτός: Φάνηκα πολύ ανόητος που δέχτηκα να συνεργαστώ μαζί του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνοητότερον — ἀνόητος not thought on adverbial comp ἀνόητος not thought on masc acc comp sg ἀνόητος not thought on neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοητοτάτων — ἀνόητος not thought on fem gen superl pl ἀνόητος not thought on masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοητοτέρων — ἀνόητος not thought on fem gen comp pl ἀνόητος not thought on masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοητότατα — ἀνόητος not thought on adverbial superl ἀνόητος not thought on neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοητότατον — ἀνόητος not thought on masc acc superl sg ἀνόητος not thought on neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοήτω — ἀνόητος not thought on masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀνόητος not thought on masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοήτως — ἀνόητος not thought on adverbial ἀνόητος not thought on masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόητον — ἀνόητος not thought on masc/fem acc sg ἀνόητος not thought on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)