ανυπομονώ

  • 11κατεπείγω — (AM κατεπείγω) 1. επείγω υπερβολικά, πιέζω πολύ, δεν επιδέχομαι αναβολή, έχω βιασύνη ή ενέχω στοιχεία ή ιδιότητες που απαιτούν σπουδή (α. «τα έγγραφα αυτα κατεπείγουν» β. «οὔτε τι κωλύει, οὔτε κατεπείγει», Ιπποκρ.) 2. μέσ. κατεπείγομαι σπεύδω… …

    Dictionary of Greek

  • 12ορμαίνω — ὁρμαίνω (Α) [ορμή] (ποιητ. τ.) 1. ανακινώ κάτι στο μυαλό μου, σκέπτομαι, συλλογίζομαι 2. μελετώ, εξετάζω κάτι («ἤλυθον εἰς Τροίην, πόλεμον θρασὺν ὁρμαίνοντες», Ομ. Ιλ.) 3. επιθυμώ πολύ κάτι, ποθώ 4. είμαι ορμητικός, ανυπομονώ («βοὴν σάλπιγγος… …

    Dictionary of Greek

  • 13ραθυμώ — ῥαθυμῶ, έω, ΝΜΑ, και ῥᾳθυμῶ Α [ῥάθυμος] είμαι ράθυμος, μένω αδρανής χωρίς να εργάζομαι, τεμπελιάζω, αμελώ την εργασία μου («κατελήφθησάν τινες νυκτὸς ἐν τῇ στρατοπεδείᾳ ῥαθυμοῡντες τὰ περὶ τὰς φυλακάς», Διόδ.) νεοελλ. 1. επιθυμώ σφόδρα, ορέγομαι… …

    Dictionary of Greek

  • 14σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… …

    Dictionary of Greek

  • 15αδημονώ — (χωρίς αόρ. και μτχ. παθ. παρκ.), αγωνιώ, ανυπομονώ: Αδημονούσε να πάρει γράμμα του …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)