Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αντώνυμο

  • 1 антоним

    лингв. το αντώνυμο, το αντίθετο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > антоним

  • 2 антоним

    антоним
    м лингв. τό ἀντώνυμο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > антоним

  • 3 антоним

    [αντονίμ] ουσ. α. αντώνυμο

    Русско-греческий новый словарь > антоним

  • 4 антоним

    [αντονίμ] ουσ α αντώνυμο

    Русско-эллинский словарь > антоним

  • 5 антоним

    α.
    (γλωσ.) το αντώνυμο.

    Большой русско-греческий словарь > антоним

  • 6 большой

    επ., συγκρ. β. больший, больше, более
    1. μεγάλος, μέγας, τρανός•

    большой город μεγάλη πόλη•

    -ые события μεγάλα γεγονότα•

    -ое дело μεγάλη υπόθεση.

    2. σημαντικός, αξιόλογος•

    большой ученый μεγάλος επιστήμονας•

    большой негодяй μεγάλος παλιάνθρωπος•

    большой плут μεγάλος απατεώνας.

    3. μεγάλου αναστήματος, υψηλός•

    ты стал совсем большой εσύ ψήλωσες πολύ, έγινες άντρας, μεγάλος.

    4. πολυάριθμος•

    -ое количество μεγάλη ποσότητα•

    -ое знакомство πολλές γνωριμίες.

    5. μεγάλος (ως αντώνυμο του μικρός)•

    большой театр το Μεγάλο θέατρο (σε αντίθεση με το Μικρό)•

    -ая медведица η Μεγάλη Αρκτος.

    6. ουσ. πλθ. -ие οι ηλικιωμένοι•

    -ие ушли, а дети остались дома οι μεγάλοι έφυγαν, οι δε μικροί έμειναν στο σπίτι.

    εκφρ.
    большойая буква – το κεφαλαίο γράμμα•
    большой палец – το μεγάλο δάχτυλο (αντίχειρας)•
    большой свет – η ανώτερη κοινωνία•
    сам большойπαλ. ο κύριος εαυτού, νοικοκύρης, αφέντης.

    Большой русско-греческий словарь > большой

  • 7 демонтаж

    α. (τεχ.) λύση (αντώνυμο της αρμολόγησης).

    Большой русско-греческий словарь > демонтаж

  • 8 дольний

    -яя, -ее κ. дольный, -ая, -ое παλ.
    1. της κοιλάδας.
    2. γήινος (ως αντώνυμο του επ. ουράνιος).

    Большой русско-греческий словарь > дольний

  • 9 конечность

    θ. (γραπ. λόγος) τέλος, πέρας (αντώνυμο του απείρου).

    Большой русско-греческий словарь > конечность

  • 10 крупный

    επ., βρ: крупен, крупна, крупно;
    1. μεγάλος, χοντρός, ογκώδης•

    крупный песок χοντρός άμμος•

    крупный скот τα χοντρά ζώα•

    крупный шрифт ή почерк μεγάλα γράμματα•

    крупный лес δάσος μεγάλων δέντρων•

    -ые капли χοντρές σταγόνες•

    крупный орех μεγάλο καρύδι•

    -ые черты лица αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•

    -ая индустрия η μεγάλη βιομηχανία•

    -ые предприятия οι μεγάλες επιχειρήσεις•

    крупный талант μεγάλο ταλέντο•

    -учёный μεγάλος επιστήμονας•

    -ые деньги τα χοντρά χρήματα (ως αντώνυμο των ψιλών)•

    2. σοβαρός, σημαντικός•

    -ые успехи, достижения μεγάλες επιτυχίες, επιτεύξεις.

    εκφρ.
    - ая дрожь – μεγάλη τρεμούλα•
    крупный разговор – δυσάρεστη συνομιλία (τσούγκρισμα)•
    - ая сумма – σημαντικό (σεβαστό) χρηματικό ποσό.

    Большой русско-греческий словарь > крупный

  • 11 натуральный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. φυσικός•

    натуральный цвет φυσικό χρώμα•

    в -ую величину σε φυσικό μέγεθος•

    -ые богатства ο φυσικός πλούτος•

    -ая история φυσική ιστορία.

    2. φυσικός (ως αντώνυμο του τεχνητός)•

    натуральный мд φυσικό μέλι•

    натуральный шлк φυσικό μετάξι.

    3. απροσποίητος•

    натуральный смех φυσικό γέλιο•

    натуральный голос φυσική φωνή.

    4. σε είδος, σε προϊόν•

    натуральный налог φόρος σε είδος•

    натуральный обмен ανταλλαγή σε είδος•

    -ое хозяйство φυσικό νοικοκυριό (παραγωγή ειδών ιδίας χρήσης).

    εκφρ.
    натуральный ряд чисел – η φυσική σειρά των αριθμών (1, 2, 3, 4, 5 κλπ.)• -ая школа νατουραλιστική σχολή.

    Большой русско-греческий словарь > натуральный

  • 12 не...

    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσ. κ. επ. και σημαίνει: α) αντιπαράθεση, αντίθεση, αντώνυμο: недруг, неправда, небольшой, невысокий, β) στέρηση, άρνηση, έλλειψη• (αντιστοχεί στο στερητικό α.): необоснованность, неискренний, γ) αντί: ненаучный.

    Большой русско-греческий словарь > не...

  • 13 оборотный

    επ.
    1. κυκλοφορών•

    оборотный капитал το κυκλοφορόν κεφάλαιο•

    -ые средства τα κυκλοφορούντα μέσα.

    2. της επιστροφής, επανακα-μπτικός.
    3. αντίθετος, άλλος, πισινός•

    -ая сторона листа η άλλη πλευρά του φύλλου•

    -ая сторона η ανάποδη (αντώνυμο της όρθας).

    εκφρ.
    - ая сторона – η αντίθετη πλευρά (η αντίθετη άποψη ζητήματος).

    Большой русско-греческий словарь > оборотный

  • 14 повременный

    επ.
    1. χρονικός, κατά χρονικό διάστημα, περιοδικός•

    -ые издания περιοδικές εκδόσεις.

    2. με την ώρα ή με το χρόνο•

    -ая оплата πληρωμή με την ώρα•

    -ая работа εργασία με την ώρα ή χο χρόνο (ως αντώνυμο της έκφρασης με το κομμάτι).

    Большой русско-греческий словарь > повременный

  • 15 позитивный

    επ. (φωτογρ.) θετικός•

    позитивный отпечаток θετική φωτογραφία.

    επ.
    θετικός•

    -ые науки θετικές επιστήμες.

    (γραπ. λόγος)• θετικός (αντώνυμο του αρνητικός)•

    -ое суждение θετική κρίση.

    εκφρ.
    - ая философияβλ. позитивизм.

    Большой русско-греческий словарь > позитивный

  • 16 пресный

    επ., βρ: -сен, -сна, -ско.
    1. άνοστος, ανούσιος•

    -ая пища άνοστη τροφή•

    -ое блюдо άνοστο φαγητό.

    2. μτφ. ανάλατος, άνοστος, γλυκανάλατος, άχαρος•

    -ые остроты άχαρες εξυπνάδες, άνοστα έξυπνα.

    3. του γλυκού νερού•

    -ое озеро λίμνη του γλυκού νερού•

    -ая вода το γλυκό νερό (ως αντώνυμο του αρμυρού, θαλασινού).

    || άζυμος•

    пресный хлеб άζυμο ψωμί.

    Большой русско-греческий словарь > пресный

  • 17 просторечие

    ουδ.
    απλολογιά της πάλης (ως αντώνυμο του γραπτού λόγου).

    Большой русско-греческий словарь > просторечие

  • 18 синтез

    α.
    1. σύνθεση•

    синтез явлений (φιλοσ.) σύνθεση των φαινομένων (αντώνυμο της ανάλυσης).

    || ένωση, γενίκευση.
    2. (χημ.) ένωση•

    синтез органических веществ σύνθεση οργανικών ουσιών.

    Большой русско-греческий словарь > синтез

  • 19 стационарный

    επ.
    1. σταθερός, μόνιμος• ακίνητος•

    -ая больница μόνιμο νοσοκομείο.

    2. νοσηλευόμενος στο νοσοκομείο (αντώνυμο του προσερχόμενου για θεραπεία). || μόνιμος•

    врач γιατρός του νοσοκομείου.

    Большой русско-греческий словарь > стационарный

  • 20 чернолесье

    ουδ.
    δάσος πλατύφυλλων δέντρων (αντώνυμο των βελονοειδών).

    Большой русско-греческий словарь > чернолесье

См. также в других словарях:

  • ευκραής — εὐκραής, ές (ΑΜ) (Α επίκ. τ. ἐϋκραής) μσν. (για ψυχή) αυτός που έχει σεμνότητα αρχ. 1. (για άνεμο) ήπιος, μέτριος, ελαφρός («εὐκραὴς ἀήρ», Θεόφρ.) 2. (για κλίμα) εύκρατος, μαλακός («εὐκραεῑς τόποι», Αριστοτ.) 3. (για έρωτα) σεμνός, μετρημένος.… …   Dictionary of Greek

  • τέναγος — άγους, το, ΝΑ νεοελλ. (γεωλ. οικολ.) κατηγορία υδροβιοτόπου με εμφανές στάσιμο νερό που χαρακτηρίζεται από βλάστηση αγρωστωδών και από ελάχιστα αποστραγγιζόμενα αλλά πλούσια σε μεταλλικά στοιχεία εδάφη αρχ. συν. στον πληθ. τὰ τενάγεα αβαθή νερά… …   Dictionary of Greek

  • τρικλίζω — και τρεκλίζω Ν κλονίζομαι κατά το βάδισμα, παραπαίω, παραπατώ («τρικλίζει από το μεθύσι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τρικλίζω < τρεκλίζω με αφομοίωση < τρακλίζω με τροπή τού α σε ε λόγω τού παρακείμενου υγρού (πρβλ. κράββατος > κρεββάτι, ραπάνι > …   Dictionary of Greek

  • υπισχνούμαι — έομαι, ΜΑ, και επικ. και ιων. τ. ὑπίσχομαι Α υπόσχομαι, δίνω υπόσχεση, αναλαμβάνω να πράξω κάτι αρχ. 1. συγκατατίθεμαι 2. βεβαιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικός τ. τού ρ. είναι ο τ. ὑπίσχομαι, σύνθ. από την πρόθεση ὑπό και το ρ. ἴσχω, ἴσχομαι, παρλλ. τ. τού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»