αντώνυμο

  • 1ευκραής — εὐκραής, ές (ΑΜ) (Α επίκ. τ. ἐϋκραής) μσν. (για ψυχή) αυτός που έχει σεμνότητα αρχ. 1. (για άνεμο) ήπιος, μέτριος, ελαφρός («εὐκραὴς ἀήρ», Θεόφρ.) 2. (για κλίμα) εύκρατος, μαλακός («εὐκραεῑς τόποι», Αριστοτ.) 3. (για έρωτα) σεμνός, μετρημένος.… …

    Dictionary of Greek

  • 2τέναγος — άγους, το, ΝΑ νεοελλ. (γεωλ. οικολ.) κατηγορία υδροβιοτόπου με εμφανές στάσιμο νερό που χαρακτηρίζεται από βλάστηση αγρωστωδών και από ελάχιστα αποστραγγιζόμενα αλλά πλούσια σε μεταλλικά στοιχεία εδάφη αρχ. συν. στον πληθ. τὰ τενάγεα αβαθή νερά… …

    Dictionary of Greek

  • 3τρικλίζω — και τρεκλίζω Ν κλονίζομαι κατά το βάδισμα, παραπαίω, παραπατώ («τρικλίζει από το μεθύσι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τρικλίζω < τρεκλίζω με αφομοίωση < τρακλίζω με τροπή τού α σε ε λόγω τού παρακείμενου υγρού (πρβλ. κράββατος > κρεββάτι, ραπάνι > …

    Dictionary of Greek

  • 4υπισχνούμαι — έομαι, ΜΑ, και επικ. και ιων. τ. ὑπίσχομαι Α υπόσχομαι, δίνω υπόσχεση, αναλαμβάνω να πράξω κάτι αρχ. 1. συγκατατίθεμαι 2. βεβαιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικός τ. τού ρ. είναι ο τ. ὑπίσχομαι, σύνθ. από την πρόθεση ὑπό και το ρ. ἴσχω, ἴσχομαι, παρλλ. τ. τού… …

    Dictionary of Greek