αντος

  • 1συγγίγας — αντος, ὁ, Α [γίγας, αντος] αυτός που είναι γίγαντας παράλληλα με κάποιον άλλο …

    Dictionary of Greek

  • 2υπερκύδας — αντος, ὁ, Α υπερένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κῦδος (ΙΙ) «δόξα, φήμη» + κατάλ. ας, αντος αναλογικά προς τα: ἀκάμας, Πουλυδάμας] …

    Dictionary of Greek

  • 3γίγας — ( αντος), ο βλ. γίγαντας …

    Dictionary of Greek

  • 4μεταστάς — άντος, ο αυτός που έχει πεθάνει, ο εκλιπών («ήταν θαυμάσιος άνθρωπος ο μεταστάς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής μτχ. αορ. β τού μεθίσταμαι] …

    Dictionary of Greek

  • 5πολύτλας — αντος, ὁ, ΜΑ (κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) αυτός που υπέμεινε πολλά, καρτερικός («τὸν δ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τλας (< τλῆναι, απαρμφ. τού επικ. αορ. ἔτλαν τού τλῶ, άω)] …

    Dictionary of Greek

  • 6προμεταστάς — άντος, ὁ, Μ αυτός που πέθανε προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού αρσ. τής μτχ. αορ. προμεταστάς τού προμεθίστημι] …

    Dictionary of Greek

  • 7στιλβαδάμας — αντος, ο, Ν διαμάντι στρογγυλεμένο και κατεργασμένο με 58 περίπου έδρες, το οποίο πρόκειται να στερεωθεί σε κόσμημα και τού οποίου η καθαρότητα, η διαφάνεια, η λάμψη και το σχήμα καθορίζουν την ποιότητά του, κν. μπριλάντι ή μπριγιάντι ή μπριγιάν …

    Dictionary of Greek

  • 8τοξοδάμας — αντος, ὁ, Α τοξόδαμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + δάμας (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. λαο δάμας] …

    Dictionary of Greek

  • 9τραπεζογίγας — αντος, ὁ, Μ αυτός που τρώει πολύ, φαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + γίγας] …

    Dictionary of Greek

  • 10τριγίγας — αντος, ὁ, Α πελώριος γίγαντας, τρεις φορές γίγαντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + γίγας] …

    Dictionary of Greek