αντος
21Conjugaisons du grec ancien (tableaux)/Τρίϐω futur et aoriste — Conjugaison du verbe thématique au radical terminé par une occlusive bilabiale τρίϐω (« frotter ») au futur et à l aoriste. Cet article dépend de Conjugaisons du grec ancien (tableaux). Actif Moyen Passif Aoriste Futur Aoriste Futur …
22Conjugaisons du grec ancien (tableaux)/τρίϐω futur et aoriste — Conjugaison du verbe thématique au radical terminé par une occlusive bilabiale τρίϐω (« frotter ») au futur et à l aoriste. Cet article dépend de Conjugaisons du grec ancien (tableaux). Actif Moyen Passif Aoriste Futur Aoriste Futur …
23Τάρας — Όνομα 2 μυθολογικών προσώπων. 1. Ο επώνυμος ήρωας και χτίστης της ομώνυμης πόλης της Κάτω Ιταλίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα, με τη βοήθεια του οποίου, σώθηκε από ναυάγιο και μεταφέρθηκε στην πλάτη ενός δελφινιού στο ακρωτήριο του μυχού του κόλπου… …
24άτλαντας — ο (Α ἄτλας και Ἄτλας, αντος) 1. ο μυθικός γίγαντας που βαστούσε τους στύλους του ουρανού 2. ονομασία ανδρικών αγαλμάτων που στήριζαν τον θριγκό οικοδομήματος 3. ο αυχενικός σπόνδυλος στον οποίο στηρίζεται το κεφάλι νεοελλ. 1. συλλογή χαρτών 2.… …
25ακάμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Σύμφωνα με μύθους μεταγενέστερους του Ομήρου, έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και ήταν ένας από τους πρεσβευτές των Ελλήνων που στάλθηκαν να ζητήσουν την Ωραία Ελένη… …
26γιγαντολέτωρ — γιγαντολέτωρ, ο (θηλ. γιγαντολέτειρα, η) και γιγαντολέτης, ο(θηλ. γιγαντολέτις, η) (Α) ο εξολοθρευτής τών Γιγάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γιγαντολέτωρ < γίγας( αντος) + ολέτωρ < ολετήρ < όλλυμι «καταστρέφω» και ο τ. γιγαντολέτης < γίγας (… …
27πάλλας — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 28 Μαρτίου 1802 από τον Όλμπερς. Είναι ένας από τους λαμπρότερους αστεροειδείς, με διάμετρο περίπου 500 χλμ. Η επιφάνειά του έχει περισσότερες ανωμαλίες από εκείνες της Σελήνης. Απέχει από τον Ήλιο 2 …
28tel-1, telǝ-, tlē(i)-, tlā- — tel 1, telǝ , tlē(i) , tlā English meaning: to transport, carry; to bear, suffer Deutsche Übersetzung: “aufheben, wägen; tragen; ertragen, dulden” Material: O.Ind. tulü f. “Waage, Gewicht”, tulayati “hebt auf, wägt” (with… …
29адамант — драгоценный камень, алмаз (в переносном смысле: адамант веры), др. русск., цслав. адамантъ из греч. ἀδάμας, αντος; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 26. Ср. также ниже о слове алмаз …
30верблюд — I верблюд I. (животное), укр. вельблюд, др. русск. вельблудъ, вельбудъ (Лавр. Летоп., Новгор. I летоп. и др.), ст. слав. вельбѫдъ, вельблѫдъ κάμηλος (Супр.), чеш. velbloud, слвц. vel blud, польск. wielbl̃ąd, в. луж. wjelbɫud. Слав. *velьbǫdъ –… …