αντος

  • 121ιμαντίσκος — ἱμαντίσκος, ὁ (Α) μικρός ιμάς, λουράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ να ΐσκος, ορμ ίσκος)] …

    Dictionary of Greek

  • 122ιμαντελιγμός — ἱμαντελιγμός, ὁ (ΑΜ) είδος παιδικού παιχνιδιού, σχοινάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + ἑλιγμός αξίζει να σημειωθεί η απουσία τής δασύτητας τού ἑλιγμός στο σύνθ.] …

    Dictionary of Greek

  • 123ιμαντελικτής — ἱμαντελικτής, ὁ (Α) 1. αυτός που στρέφει, που γυρίζει σχοινιά 2. (για τους σοφιστές) αυτός που παρουσιάζει προβλήματα με δύσκολη λύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + ελικτής (< ἑλίσσω)] …

    Dictionary of Greek

  • 124ιμαντομάχος — ἱμαντομάχος, ον (Μ) αυτός που αγωνίζεται με ιμάντες πυγμαχίας, ο πυγμάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ροπαλο μάχος, σφαιρο μάχος] …

    Dictionary of Greek

  • 125ιμαντοπάροχος — ἱμαντοπάροχος, ὁ (Α) αυτός που παρέχει ιμάντες για τους αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + παροχος (< παρέχω), πρβλ. ελαιο πάροχος, υδρο πάροχος] …

    Dictionary of Greek

  • 126ιμαντοπέδη — ἱμαντοπέδη, ἡ (Α) (για τα πλοκάμια τού πολύποδα) ιμάντινος δεσμός, σφιχτό δέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + πέδη «δεσμός»] …

    Dictionary of Greek

  • 127ιμαντοσκελής — ἱμαντοσκελής, ές (Μ) ιμαντόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο σκελής, τετρα σκελής] …

    Dictionary of Greek

  • 128ιμαντοτόμος — ἱμαντοτόμος, ὁ (ΑΜ) αυτός που κατασκευάζει ιμάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο τόμος, υλο τόμος] …

    Dictionary of Greek