αντος
11τριξάς — ᾱντος, ὁ, Α σικελικό νόμισμα αξίας τριών χαλκών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. triens, entis «είδος νομίσματος» (< tres, tria, πρβλ. τρεις)] …
12χαλκοδάμας — αντος, ὁ, Α αυτός που ακονίζει τον χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + δάμας (< δάμνημι* «δαμάζω, καταβάλλω»), πρβλ. λεοντο δάμας, τοξο δάμας] …
13χεσάς — ᾱντος, ὁ, Α χεζάς, χέστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χεσ τού αορ. ἔ χεσ α τού ρ. χέζω* + κατάλ. ᾶς τού καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. φαγ ᾶς)] …
14χιονόβας — αντος, ὁ, Α αυτός που βαδίζει στο χιόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βάς, μτχ. αόρ. β τού ρ. βαίνω] …
15ψευδαίας — αντος, ὁ, Α άτομο που παρουσιάζεται ως Αίας χωρίς να είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + Αἴας] …
16πελεκάς — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Κερκύρας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (6 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και οι άλλοι μικρότεροι οικισμοί, Αβράμης, η Μονή Υπεραγίας Θεοτόκου Μυρτιδίων (υψόμ. 100 μ.), ο Άγιος Ονούφριος, η Γλυφάδα, τα… …
17τετράς — (I) άδος, ἡ, ΜΑ βλ. τετράδα. (II) άντος, ο / τετρᾱς, ᾱντος, ΝΜΑ χάλκινο νόμισμα τών αρχαίων Ρωμαίων που είχε αξία ίση με ένα τέταρτο τού ασσαρίου νεοελλ. γεωμετρικό όργανο ευρύτατης άλλοτε χρήσης για μέτρηση υψών και αποστάσεων ή γωνιών… …
18φαλάντωμα — ώματος, τὸ, Α η φαλάκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλανθος «αυτός που είναι φαλακρός στο μέτωπο» + κατάλ. ωμα (πρβλ. πλεύρ ωμα). Το ντ τού τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς τα ρηματ. επίθ. σε αντος (πρβλ. ἀθέρμ αντος, ἀλεύκ αντος)] …
19φαλαντίας — ὁ, Α φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλανθος «αυτός που είναι φαλακρός στο μέτωπο» + επίθημα ίας (πρβλ. μετωπ ίας). Το ντ τού τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς τα ρηματ. επίθ. σε αντος (πρβλ. ἀθέρμ αντος, ἀλεύκ αντος)] …
20Conjugaisons Du Grec Ancien (Tableaux)/Τρίϐω Futur Et Aoriste — Conjugaison du verbe thématique au radical terminé par une occlusive bilabiale τρίϐω (« frotter ») au futur et à l aoriste. Cet article dépend de Conjugaisons du grec ancien (tableaux). Actif Moyen Passif Aoriste Futur Aoriste Futur …