αντιπαλαίω

  • 1αντιπαλαίω — ἀντιπαλαίω (Α) βλ. αντιπαλεύω …

    Dictionary of Greek

  • 2αντιπαλεύω — (AM ἀντιπαλαίω) παλεύω εναντίον κάποιου, αγωνίζομαι («Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή, που ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη θανή», Δ. Σολωμός) αρχ. μσν. κάνω αγώνα πάλης με κάποιον …

    Dictionary of Greek