αντιδρώ

  • 11αντιστρατηγώ — ἀντιστρατηγῶ ( έω) (Α) 1. οδηγώ τον στρατό εναντίον εχθρού, εκστρατεύω, κάνω πόλεμο 2. εναντιώνομαι δραστικά, αντιδρώ …

    Dictionary of Greek

  • 12αφηνιάζω — (AM ἀφηνιάζω) [ηνία] (για τα υποζύγια, και κυρίως τα άλογα) δεν συγκρατούμαι από τα ηνία, αρνούμαι να υπακούσω στον αναβάτη αρχ. μσν. εξεγείρομαι, στασιάζω νεοελλ. (για ανθρώπους) 1. παρεκτρέπομαι, παραφέρομαι, αντιδρώ βίαια και παράλογα 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 13εναντιοπραγώ — ἐναντιοπραγῶ ( έω) (Α) πράττω τα αντίθετα, αντιδρώ, αντιπράττω …

    Dictionary of Greek

  • 14ιώμαι — (AM ἰῶμαι, άομαι) γιατρεύω κάποιον, τόν θεραπεύω, τού αποκαθιστώ την υγεία, τόν κάνω καλά αρχ. 1. (κυρίως για γιατρούς) περιποιούμαι 2. αντιδρώ, εξουδετερώνω κάτι («ἄκρατος ἰᾱται τὸ κώνειον», Πλούτ.) 3. διορθώνω, επιδιορθώνω («ἰᾱσθαι τὸ βλαβέν»,… …

    Dictionary of Greek

  • 15καταστρατηγώ — (AM καταστρατηγῶ, έω) νικώ με στρατήγημα ή τέχνασμα, επικρατώ με δόλο, καταπολεμώ νεοελλ. μτφ. παραβιάζω δολίως νόμο, συμφωνία κ.λπ., παραβαίνω, αθετώ, καταπατώ, αναιρώ αρχ. 1. μτφ. απατώ, εξαπατώ 2. αντιδρώ με τέχνασμα, αντιπράττω με στρατήγημα …

    Dictionary of Greek

  • 16κλοτσώ — (Μ κλοτσῶ, άω) [κλότσος] χτυπώ κάποιον ή κάτι με το πόδι μου, δίνω κλοτσιά σε κάποιον ή σε κάτι, λακτίζω («ήταν τόσο εξαγριωμένος ώστε άρχισε να κλοτσάει ό,τι έβρισκε μπροστά του») νεοελλ. 1. έχω τη συνήθεια να δίνω κλοτσιές («αυτό το άλογο δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 17κοντομαχώ — (Μ) αντιδρώ, «χτυπιέμαι» δεμένος σε ξύλινη ράβδο, σε κοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + μαχῶ (< μάχος < μάχη), πρβλ. ιππο μαχώ, ναυ μαχώ] …

    Dictionary of Greek

  • 18μουλτεύω — και μουρτεύω (Μ) [μούλτος] 1. (αμτβ.) αρνούμαι, αντιδρώ 2. (μτβ.) καταπιέζω, δυναστεύω …

    Dictionary of Greek

  • 19παρατάσσω — ΝΜΑ (κυρίως για πρόσ.) τοποθετώ σε κανονική σειρά, βάζω τον ένα κοντά στον άλλο, κυρίως για μάχη («τὴν μὲν πλείστην τῆς στρατιᾱς παρέταξε πρὸς τὰ τείχη», Θουκ. νεοελλ. 1. (και για πράγματα) παραθέτω, αραδιάζω («παρέταξε τα εμπορεύματά του») 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 20προσμάχομαι — Α 1. μάχομαι, πολεμώ εναντίον κάποιου 2. (σχετικά με αφηρημένες καταστάσεις) αντιδρώ, αντιμάχομαι («τῇ μὲν δειλίᾳ τῇ ἐν αὐτῷ προσμαχόμενον καὶ νικῶντα αὐτήν», Πλάτ.) 3. επιτίθεμαι, εφορμώ («ὅπως μὲν ἂν τις τείχη οὕτως... ὑψηλὰ προσμαχόμενος ἕλοι» …

    Dictionary of Greek