ανταγαπώ

  • 1ανταγαπώ — (AM ἀνταγαπῶ, άω) αγαπώ και εγώ, ανταποδίδω σε κάποιον την αγάπη του …

    Dictionary of Greek

  • 2αντερώ — (I) ἀντερῶ ( άω) (Α) 1. ανταγαπώ, είμαι ερωτευμένος με το πρόσωπο που μ αγαπά 2. είμαι αντεραστής, αντίζηλος στον έρωτα. (II) ἀντερῶ ( έω) (Α) 1. θα αντιμιλήσω 2. (μτχ. πρκ. ως ουσ.) τὰ ἀντειρημένα οι αντιρρήσεις …

    Dictionary of Greek