αντάξιος
1ἀντάξιος — worth just as much as masc nom sg …
2αντάξιος — α, ο (AM αντάξιος, α, ον) ο ισάξιος, ο ίσος ως προς την αξία με κάποιον άλλο …
3αντάξιος — α, ο επίρρ. α αυτός που δεν υστερεί σε αξία από κάποιον άλλο: Στην άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος αναδείχτηκε αντάξιος του πατέρα του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀνταξιώτερον — ἀντάξιος worth just as much as adverbial comp ἀντάξιος worth just as much as masc acc comp sg ἀντάξιος worth just as much as neut nom/voc/acc comp sg …
5ἀντάξιον — ἀντάξιος worth just as much as masc acc sg ἀντάξιος worth just as much as neut nom/voc/acc sg …
6ἀνταξιώτερος — ἀντάξιος worth just as much as masc nom comp sg …
7ἀνταξίη — ἀντάξιος worth just as much as fem nom/voc sg (epic ionic) …
8ἀνταξίοις — ἀντάξιος worth just as much as masc/neut dat pl …
9ἀνταξίου — ἀντάξιος worth just as much as masc/neut gen sg ἀ̱νταξίου , ἀνταξιόω demand as an equivalent imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνταξιόω demand as an equivalent pres imperat act 2nd sg ἀντᾱξίου , ἀνταξιόω demand as an equivalent imperf ind act …
10ἀνταξίους — ἀντάξιος worth just as much as masc acc pl ἀ̱νταξίους , ἀνταξιόω demand as an equivalent imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀντᾱξίους , ἀνταξιόω demand as an equivalent imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀνταξιόω demand as an equivalent… …