Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανοσοποιητικό σύστημα

См. также в других словарях:

  • λέμφος — Διαυγές ή ελαφρώς θολερό υγρό, που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα των θηλαστικών και του ανθρώπου. Λ. ονομάζεται επίσης το υγρό στα διάκενα των ιστών και των κυττάρων. Η λ. σχηματίζεται με συμμετοχή του πλάσματος του αίματος, που διϊδρώνεται από… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • δερματομυοσίτιδα — Βαρύτατη και σπάνια πάθηση που χαρακτηρίζεται από ταυτόχρονη φλεγμονή του δέρματος και των μυών. Η φλεγμονή του δέρματος εκδηλώνεται συνήθως με οίδημα και ερύθημα γύρω από τα μάτια και στη ράχη των χεριών, ενώ των μυών με πόνο και αδυναμία στους… …   Dictionary of Greek

  • αγαμμασφαιριναιμία — Πάθηση, κατά την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα δεν παράγει αντισώματα που καταπολεμούν τις λοιμώξεις. Υπάρχει δυνατότητα προγεννητικής διάγνωσης, με λήψη αίματος από το έμβρυο. Η θεραπεία περιλαμβάνει τακτικές ενέσεις με αντιβακτηριακά… …   Dictionary of Greek

  • Έιτζ — (AIDS, αγγλ. αρκτικόλεξο των λέξεων Acquired Immune Deficiency Syndrome). Η διεθνής ονομασία που επικράτησε για το Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας, λοιμώδη νόσο που προκαλείται από τον ιό HIV (HIV 1HIV 2), ο οποίος προσβάλλει τα… …   Dictionary of Greek

  • κυτταρομεγαλοϊός — Τύπος ιού του έρπητα που μπορεί να προκαλέσει σοβαρή νόσο σε ασθενείς με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, όπως σε εκείνους που πάσχουν από AIDS. Προκαλεί ενδοπυρηνικά έγκλειστα και μεγέθυνση των κυττάρων διαφόρων οργάνων …   Dictionary of Greek

  • λεμφώματα — Κακοήθη νεοπλάσματα (καρκίνοι) του λεμφικού ιστού. Ταξινομούνται ανάλογα με την ιστολογική τους εικόνα. Ο πιο συνηθισμένος τύπος λ. σε νέους ανθρώπους είναι η νόσος του Hodgkin. Όλοι οι υπόλοιποι κακοήθεις όγκοι του λεμφικού ιστού είναι γνωστοί… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • κρυολόγημα — Ελαφρά λοιμώδης ασθένεια που προσβάλλει τη μύτη, τον λαιμό και τα ιγμόρεια. Υπάρχουν σχεδόν διακόσιοι διαφορετικοί ιοί που μπορούν να προκαλέσουν την ασθένεια. Τα ακριβή συμπτώματα μπορεί να διαφέρουν από ιό σε ιό, αλλά ένα τυπικό κ. εκδηλώνεται… …   Dictionary of Greek

  • βακτηριοστατικά — Αντιμικροβιακοί παράγοντες που αναστέλλουν την αύξηση και τον πολλαπλασιασμό των βακτηρίων. Πολλά από αυτά είναι χρησιμότατα στη χημειοθεραπεία. Σταματούν τον πολλαπλασιασμό των βακτηρίων και φυσικά την επιδείνωση της αρρώστιας, δίνοντας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»