ανος

  • 1-άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… …

    Dictionary of Greek

  • 2συμμεγιστάν — ᾱνος, ὁ, Μ μεγιστάνας μαζί με άλλον ή με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεγιστάν, ᾶνος] …

    Dictionary of Greek

  • 3τραγόπαν — ανος, ο / τραγόπαν, ανος, ἡ, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος ορνιθόμορφων πτηνών αρχ. μυθικό πτηνό τής Αιθιοπίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + Παν. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. tragopan (< τράγος + Παν)] …

    Dictionary of Greek

  • 4Ακαρνάν — ( άνος), ο (Α Ἀκαρνάν) αυτός που κατάγεται από την Ακαρνανία ή κατοικεί εκεί …

    Dictionary of Greek

  • 5Ψευδόπαν — ανος, ὁ, Α ο ψεύτικος Παν, αυτός που ψευδώς θεωρείται ως Παν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + Πάν] …

    Dictionary of Greek

  • 6ποιμάν — άνος, ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. ποιμένας …

    Dictionary of Greek

  • 7προστάλας — ανος, ὁ, Α πανάθλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τάλας «άθλιος»] …

    Dictionary of Greek

  • 8υποχλωρομέλας — ανος, ὁ, Α κάπως μαυροκίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χλωρομέλας «μαυροκίτρινος»] …

    Dictionary of Greek

  • 9ψάγδαν — ανος, και ψάγδας και σάγδας και σαγδᾱς και τ. άτονης ονομ. ψάγδης και στον Ησύχ. ψαγδῆς, ὁ Α (στην Αίγυπτο) είδος μύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από την Αιγυπτιακή, πρβλ. αιγυπτ. sgnn «λίπος, αλοιφή». Η Ελληνική δανείστηκε τον τ. με το άρθρο του, p’… …

    Dictionary of Greek

  • 10άκανος — ἄκανος, ο (Α) 1. είδος αγκαθιού 2. η αγκαθωτή κορφή μερικών καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη ρίζα *ακ «μυτερός», από όπου με μια σειρά ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως ἄκαινα*, ἀκόνη* ἄκων, ἀκόντιον*, που συνδέονται όλες… …

    Dictionary of Greek