ανος

  • 81αδειανός — ή, ό 1. αυτός που δεν είναι απασχολημένος, ο εύκαιρος 2. κενός, άδειος 3. φρ. «αδειανά χέρια», χωρίς κάποιο δώρο, χωρίς κέρδος, άπρακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άδειος + κατάλ. ανος (πρβλ. λείος λειανός, σιγά σιγανός, άκρη ακριανός κ.λπ.). ΠΑΡ. αδειανάδα …

    Dictionary of Greek

  • 82αιανής — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αμφιδάμαντα, που σκοτώθηκε ακούσια από τον Πάτροκλο στην παιδική του ηλικία και έγινε επώνυμος του ιερού άλσους Αιανεία, κοντά στην Οπούντα. * * * αἰανής, ές (Α) 1. οδυνηρός, σκληρός, φοβερός, επαχθής 2. αιώνιος,… …

    Dictionary of Greek

  • 83αινοτίταν — αἰνοτίταν ( ανος), ο (Α) [αἰνός] ο φοβερός Τιτάν …

    Dictionary of Greek

  • 84ακαρνάν — ἀκαρνάν ( ᾱνος), ο (Α) είδος ψαριού, πιθανώς το λαβράκι (Αθήν. 8.356b). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να είναι δάνειο από το προελληνικό γλωσσ. υπόστρωμα. Ο τ. ἀκάρναξ τού Ησύχ., αν δεν πρόκειται για εσφαλμένη γραφή των χειρογράφων, οφείλεται πιθ. σε… …

    Dictionary of Greek

  • 85απηνής — ές (AM ἀπηνής) σκληρός, αμείλικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός του τ. με μια σειρά συνθέτων σε ηνής (πρβλ. πρανής κ. πρηνής, προσηνής, σαφηνής) δικαιολογεί ως α συνθετ. το από, δεν ορίζει όμως με βεβαιότητα το β συνθετικό η σύνδεση… …

    Dictionary of Greek

  • 86δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες …

    Dictionary of Greek

  • 87δεκανός — δεκανός, ο (AM) μσν. 1. κατώτερος υπάλληλος τής βυζαντινής αυλής με δεκανίκι ως σύμβολο τού λειτουργήματός του 2. εκκλησιαστικό διακόνημα αρχ. 1. υπαξιωματικός επικεφαλής δέκα στρατιωτών 2. αξιωματούχος τής αστυνομίας στην Αίγυπτο 3. δεκανοί, οι… …

    Dictionary of Greek

  • 88επηετανός — ἐπηετανός, όν και ός, ή, όν (Α) 1. αυτός που διαρκεί έναν χρόνο 2. πλούσιος, αρκετός («σῑτον ἐπηετανὸν παρέχοιμι», Ομ. Οδ.) 3. (για δέντρο) δασύφυλλος, με πλούσιο φύλλωμα 4. (το ουδ. ως επίρρ.) επηετανόν άφθονα, πλουσιοπάροχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επ(ί) …

    Dictionary of Greek

  • 89επιτραγηματίζω — ἐπιτραγηματίζω (Α) προσφέρω κατά το γεύμα ως επιδόρπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τραγηματίζω (< τράγημα «επιδόρπιο» < θ. τραγ (πρβλ. τραγ ανός τραγ είν, τρώγ ω)] …

    Dictionary of Greek

  • 90ευνάν — εὐνάν, ᾱνος, ὁ (Α) [ευνή] (για άνδρες) ο σύζυγος …

    Dictionary of Greek