ανος

  • 41μεγιστάνας — ο (ΑM μεγιστάν, ᾱνος, Μ και μεγιστάνος) αυτός που έχει μεγάλη ισχύ ή που βρίσκεται σε θέση υπεροχής, ισχυρός νεοελλ. φρ. «μεγιστάνας τού πλούτου» πολύ πλούσιος άνθρωπος, πάμπλουτος νεοελλ. μσν. ανώτερος αξιωματούχος, άρχοντας, ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 42μελάγχρους — και μελανόχρους ουν (ΑM μελάγχρους και μελανόχρους ουν, Α και μελάγχροος, οον και μελανόχροος και μελανίχροος, οον και μελάγχρως, ων και μελανόχρως, ὁ, ἡ, και μέλαγχρος, ον) μαυρειδερός, μελαχρινός, μελαψός, ηλιοκαμένος («μελάγχροές εἰσι καὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 43μοιχειανός — μοιχειανός, ή, όν (Μ) ο έκδοτος στη μοιχεία, αυτός που αρέσκεται να μοιχεύει ή να μοιχεύεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχεία + ανός (πρβλ. λει ανός)] …

    Dictionary of Greek

  • 44νεστοριανός — ή, ό (Μ νεστοριανός, ή, όν) 1. ο σχετικός με τον Νεστόριο 2. (το αρσ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) οι νεστοριανοί οι οπαδοί τής αίρεσης τού Νεστορίου. επίρρ... νεστοριανῶς (Μ) κατά το δόγμα τού Νεστορίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νεστόριος + κατάλ. ανός (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 45ολίσθανος — ὀλισθανος, ον (Α) (αμφβλ. τον.) ολισθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀλισθ τού ὤλισθον (βλ. λ. ολισθάνω) + επίθημα ανος. Αμφίβολη είναι η θέση τού τόνου τής λ., αν και οι τ. με επίθημα ανος, όπως ικανός, λιχανός, συνηγορούν υπέρ τής θέσης τού τόνου στη… …

    Dictionary of Greek

  • 46πεδανός — ή, όν, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) επίπεδος ή χαμηλός 2. μτφ. λίγος, σύντομος («πεδανῷ ὕπνῳ», Ιων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + κατάλ. ανός (πρβλ. στεγ ανός)] …

    Dictionary of Greek

  • 47ραδινός — ή, ό / ῥαδινός, ή, όν, ΝΜΑ, και ραϊδινός, ή, ό, Ν, και ῥοδανός και ῥαδαλός και ραδανός, ή, όν και αιολ. τ. βραδινός, ίνα, ον, Α (για μέλη τού σώματος και για πρόσ.) 1. λεπτοκαμωμένος, βεργολυγερός (α. «ραϊδινή παρθένα τούς προσμένει», Γρυπ. β.… …

    Dictionary of Greek

  • 48σκεπανός — ἡ, όν, Α 1. αυτός που σκεπάζει, που καλύπτει κάτι ή που παρέχει στέγη 2. σκεπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπω + κατάλ. ανός (πρβλ. τραγ ανός)] …

    Dictionary of Greek

  • 49στεγανός — ή, ό / στεγανός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που κλείνει ερμητικά, αδιαπέραστος από υγρό, υδατοστεγής ή αεροστεγής (α. «στεγανός τοίχος» β. «ἔχει δὲ καὶ τὴν τρίχα στεγανήν», Ξεν. γ. «στεγανὰ πλοῑα», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στεγανά 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 50στεριανός — ή, ο, Ν 1. αυτός που έρχεται από την στεριά («στεριανό αεράκι») 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο στεριανός και η στεριανή αυτός που ζει στην στεριά, σε αντιδιαστολή με τον ναυτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεριά + κατάλ. ανός (πρβλ. χωρι ανός)] …

    Dictionary of Greek