ανος

  • 31χωριανός — ή, ό, Ν 1. συγχωριανός, συντοπίτης 2. χωριάτης, χωρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριό + κατάλ. ανός (πρβλ. αδει ανός, φαγ ανός)] …

    Dictionary of Greek

  • 32Ευνομιανοί — Οπαδοί της χριστιανικής αίρεσης του 4ου αι., που ξεκίνησε από τον Ευνόμιο (βλ. λ.), σε συνέχεια της αίρεσης του αρειανισμού (βλ. λ. Άρειος). * * * Eὐνομιανοὶ και Εὐνόμιοι, οἱ (ΑΜ) αιρετικοί, οπαδοί τής ακραίας αρειανικής μερίδας τού Ευνομίου, που …

    Dictionary of Greek

  • 33Οφιανοί — οι (ΑΜ Οφιανοί) χριστιανική γνωστικίζουσα αίρεση, κράμα ελληνικής μυθολογίας και ιουδαϊσμού, τα μέλη τής οποίας στρέφονταν προς τη λατρεία τού φιδιού, αλλ. Οφίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + κατάλ. ανός (πρβλ. σκορπι ανός)] …

    Dictionary of Greek

  • 34Τιτάν — (Αστρον.). Ένας από τους 9 δορυφόρους του Κρόνου και ο λαμπρότερος. Είναι ορατός με τηλεσκόπιο μικρής έντασης ως αστέρας 8,3 μεγέθους. Ανακαλύφθηκε το 1655 από τον Χούιγκενς. Σε σειρά απόστασης από τον κεντρικό πλανήτη έρχεται έκτος και απέχει… …

    Dictionary of Greek

  • 35ήρανος — ἤρανος, ό (AM) μσν. κυβερνήτης αρχ. 1. προστάτης (ἤρανον γαίης» τον προστάτη τής περιοχής, Απολλ. Ρόδ.) 2. φίλος («Χαρίτων ἤρανον») 3. γνώστης («πάσης ἤρανον ἱστορίης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρ ανος (πρβλ. κοίρ ανος). Συνδέεται με αρχ. ινδ. vāraka… …

    Dictionary of Greek

  • 36επισκοπειανός — ή, ό (Μ ἐπισκοπειανός, ή, όν) (για κτήματα ή ιδρύματα) αυτός που εξαρτάται απευθείας από τον επίσκοπο μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπισκοπειανός επίτροπος τού επισκόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επισκοπεία + επίθημα ανός (πρβλ. αρει ανός)] …

    Dictionary of Greek

  • 37θροφανός — θροφανός, ή, όν (Μ) γόνιμος, εύφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρέφω (πρβλ. θρόφη) + κατάλ. ανός (πρβλ. ικ ανός)] …

    Dictionary of Greek

  • 38ικανός — ή, ό (ΑΜ ικανός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την επιδεξιότητα να κάνει κάτι, επιδέξιος 2. αυτός που έχει τη δύναμη να κάνει κάτι 3. (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) επαρκής, πολύς, ικανοποιητικός («έκτοτε διέρρευσε ικανός χρόνος») 4. (με κακή σημ …

    Dictionary of Greek

  • 39κριανός — κριανός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει στο ζώδιο τού Κριού, αυτός που γεννήθηκε κάτω από το ζώδιο τού Κριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κριός + κατάλ. ανός (πρβλ. σκορπι ανός)] …

    Dictionary of Greek

  • 40λιτανός — λιτανός, ή, όν (Α) 1. παρακλητικός, ικετευτικός («μέλη θεοῑσι λιτανά», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λιτανά οι προσευχές, οι δεήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιτ. τού λίσσομαι* + κατάλ. ανός (πρβλ. λιχ ανός)] …

    Dictionary of Greek