ανος
21κιβιτάνος — και τσιβιτάνος, ὁ (Μ) φρούραρχος, καστροφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. civitas «πόλις» + κατάλ. άνος (< λατ. anus), πρβλ. βετερ άνος, πελεκ άνος] …
22κλίβανος — Ονομασία διαφόρων κλειστών συσκευών, στο εσωτερικό των οποίων δημιουργείται θερμότητα. Οι κ., η χρήση των οποίων είναι γνωστή από παλιά, χρησιμοποιούνται σε μεγάλη έκταση και για ποικίλους σκοπούς. Η παλαιότερη και απλούστερη μορφή κ. είναι ο… …
23λιχανός — ό (AM λιχανός, όν) (ως επίθ. τού δάκτυλος ή το αρσ. ως ουσ.) το μετά τον αντίχειρα δάκτυλο, ο δείκτης αρχ. 1. αυτός που γλείφει κάτι 2. φρ. α) «λιχανὸς σωλήν» ο σωλήνας που προεξέχει από τον άμβυκα* β) «λιχανὸς φθόγγος» ο φθόγγος που αναδίδεται… …
24μοσχανός — μοσχανός, ή, όν (Α) φρ. (κατά τον Ησύχ.) «μοσχανός σῑτος ὁ ἀπαρχόμενος καὶ χόρτος ὁ ἤδη καρπὸν ἔχων». [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) «νεαρός, βλαστός» + κατάλ. ανός (πρβλ. λιτ ανός, σφριγ ανός)] …
25οπτανός — ὀπτανός, ή, όν (Α) 1. ψητός, ψημένος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀπτανά κρέας κατάλληλο για ψήσιμο στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (II) «ψημένος» + επίθημα ανός (πρβλ. εψ ανός, στεγ ανός). Για την εναλλαγή τών επιθημάτων με λ και ν στους τ. ὀπτα …
26ορφανός — και αρφανός, ή, ό (ΑΜ ὀρφανός, ή, όν) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που στερήθηκε τον έναν ή και τους δύο γονείς του λόγω θανάτου 2. αυτός που έχασε πολύτιμο προστάτη ή φίλο 3. (γενικά) αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη ενός… …
27σιγανός — (I) ο, Ν ζωολ. γένος φυτοφάγων θαλάσσιων περκόμορφων ιχθύων, που ζουν κυρίως στα ρηχά τών τροπικών και υποτροπικών θαλασσών και τών οποίων δύο είδη ζουν και στις ελληνικές θάλασσες και είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες άσπρη αγριόσαλπα και… …
28σφεδανός — και σφαδανός ή, όν, Α 1. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («ἢ στάσιας σφεδανάς», Ξενοφ.) 2. (στον Όμ. το ουδ. ως επίρρ.) σφεδανόν με ορμή, με σφοδρότητα, ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *sp(h)e(n)d «σπαράζω, σπαρταρώ» (βλ. λ.… …
29χλιδανός — ή, όν, και χλίδανος, α, ον, Α τρυφηλός, φιλήδονος, ηδυπαθής («χλιδανῆς... ἑταίρας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χλιδή + επίθημα ανός (πρβλ. στεγ ανός, τραγ ανός)] …
30χλοανός — ή, όν, ΜΑ πράσινος, πρασινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + κατάλ. ανός (πρβλ. στεγ ανός, τραγ ανός)] …