ανος

  • 111μελάγκραιρα — μελάγκραιρα, ἡ (Α) (για την Κυμαία Σίβυλλα) αυτή που έχει μαύρα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κραῖρα «κεφαλή» (πρβλ. εύ κραιρα, ορθό κραιρα)] …

    Dictionary of Greek

  • 112μελάγκροκος — μελάγκροκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μαύρο υφάδι 2. (για πλοίο) αυτός που έχει μαύρα ιστία («ὃς αἰὲν δι Ἀχέροντ ἀμείβεται τὰν ἄστονον μελάγκροκον ναυστόλον θεωρίδα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος, ανος + κρόκος «υφάδι» (πρβλ. ανθό κροκος,… …

    Dictionary of Greek

  • 113μελάγκωπος — μελάγκωπος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρη λαβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κώπη (πρβλ. λιπό κωπος, φιλό κωπος)] …

    Dictionary of Greek

  • 114μελάγχιμος — μελάγχιμος, ον (Α) 1. μαύρος, σκοτεινός («λευκὸν ἧμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μελάγχιμα μαύρες κηλίδες στο χιόνι («εἰ δ ἐνέσται μελάγχιμα, δυσζήτητος ἔσται [ὁ λαγώς]», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + θ.… …

    Dictionary of Greek

  • 115μελάγχλαινος — μελάγχλαινος, ον (Α) 1. αυτός που φορά μαύρη χλαίνη, μαύρο πανωφόρι, μαυροφορεμένος 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Μελάγχλαινοι ονομασία σκυθικού φύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χλαίνα (πρβλ. λεοντό χλαινος, λινό χλαινος)] …

    Dictionary of Greek

  • 116μελάγχλωρος — και μελανόχλωρος, ον (Α) αυτός που έχει μελανωπό χρώμα, μαυροπράσινος ή πρασινοκίτρινος («μελάγχλωρος χολή», Αρετ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χλωρός (πρβλ. λευκό χλωρος, μελί χλωρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 117μελάγχολος — μελάγχολος, ον (Α) (για βέλη εμβαπτισμένα σε μαύρη χολή) φαρμακερός, δηλητηριώδης («μελαγχόλους ἔβαψεν ἰοὺς θρέμμα Λερναίας ὕδρας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χολή (πρβλ. πικρό χολος)] …

    Dictionary of Greek

  • 118μελάγχυλος — μελάγχυλος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χυλός (πρβλ. γλυκύ χυλος, ολιγό χυλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 119μελάμβιος — μελάμβιος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκοτεινὸς τὸν βίον ἢ μελανός». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + βίος (πρβλ. νυκτό βιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 120μελάμβοος — μελάμβοος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρα βόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + βοος (< βοῦς, βοός)] …

    Dictionary of Greek