ανος

  • 101μέλανδρυς — μέλανδρυς, υος, ὁ (Α) είδος μεγάλου τόννου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, + ανος + δρῦς, δρυός (πρβλ. χαμαί δρυς). Για τη σημασία τού τ. βλ. και λ. μελάνδρυον] …

    Dictionary of Greek

  • 102μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …

    Dictionary of Greek

  • 103μαριανός — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με λιθοβολισμό. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Δεκεμβρίου. 2. Ήταν διάκονος. Τον έκλεισαν μαζί με τον Διόδωρο σε ένα σπήλαιο, στο οποίο πέθαναν από ασιτία. Η μνήμη του τιμάται στις 19 Μαρτίου.… …

    Dictionary of Greek

  • 104μελάγγειος — μελάγγειος, ον και μελάγγεως, ων (ΑM, Α και μελανόγειος και ιων. τ. μελάγγαιος, ον) (για τόπους, περιοχές, χώρες) αυτός που έχει μαύρο και παχύ, εύφορο χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + γειος / γεως / γαιος (για τη μορφή τού β συνθετικού βλ. λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 105μελάγγη — η μαύρο και παχύ εύφορο χώμα, μαυρόχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + γη (πρβλ. αρχ. επί θ. μελάγγειος, μελάγγαιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 106μελάγγυιος — μελάγγυιος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + γυῖον «μέλος τού σώματος» (πρβλ. αγγλαό γυιος, δεξιό γυιος)) …

    Dictionary of Greek

  • 107μελάγκαρπος — μελάγκαρπος, ον (Α) αυτός που έχει ή παράγει μαύρους καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + καρπός (πρβλ. πολύ καρπος)] …

    Dictionary of Greek

  • 108μελάγκερως — μελάγκερως, ων (Α) αυτός που έχει μαύρα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κερως (< κέρας), πρβλ. μεγά κερως, μονό κερως] …

    Dictionary of Greek

  • 109μελάγκολπος — και μελανόκολπος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο κόλπο, δηλ. στήθος («μελαγκόλποιο Νύμφης», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κόλπος (πρβλ. αγλαό κολπος, βαθύ κολπος)] …

    Dictionary of Greek

  • 110μελάγκορος — μελάγκορος, ον (Μ) αυτός που έχει μαύρες κόρες οφθαλμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος, + κορος (< κόρη), πρβλ. μεγαλό κορος] …

    Dictionary of Greek