ανος

  • 11πελεκάνος — (pelecanus onocrotalus). Πτηνό της οικογένειας των πελεκανιδών, της τάξης των πελεκανόμορφων. Το στεγανόποδο αυτό έχει κοινά μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με τα άλλα μέλη της οικογένειας που προαναφέρθηκαν. Το ράμφος είναι πολύ μεγάλο και… …

    Dictionary of Greek

  • 12πιθανός — ή, ό / πιθανός, ή, όν, ΝΑ 1. (για λογικά επιχειρήματα) αυτός που πείθει, πειστικός («σφόδρα πιθανὸς ὤν, ὅv ὁ Σωκράτης ἔλεγε λόγον» Πλάτ.) 2. (για λόγους, γνώμες, απόψεις) αληθοφανής, όχι βέβαιος αλλά που παρουσιάζεται ως πιστευτός, ευλογοφανής,… …

    Dictionary of Greek

  • 13Ευσεβιανοί — οι (ΑΜ Εὐσεβιανοί) οι οπαδοί τής αίρεσης τού Ευσεβίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ευσέβιος + κατάλ. ανός (πρβλ. Ασι ανός, Ευσταθι ανός)] …

    Dictionary of Greek

  • 14Ευσταθιανοί — οι (Μ Εὐσταθιανοί) οι οπαδοί τής αίρεσης τού Σεβαστείας Ευσταθίου, οι οποίοι απέκρουαν τον γάμο και την κρεωφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευστάθι ος + κατάλ. ανός (πρβλ. Ασι ανός, πραιτωρι ανός), βλ. και ευσταθής] …

    Dictionary of Greek

  • 15ετανός — ἐτανός, ή, όν (Μ) ετήσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. έτ τού έτος + κατάλ. ανός* (πρβλ. στεγ ανός, τραγ ανός)] …

    Dictionary of Greek

  • 16ευδιανός — εὐδιανός, ή, όν (Α) εύδιος («ψυχρᾱν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾱν» ζεστό φάρμακο για ψυχρό αέρα, δηλ. ζεστό ρούχο, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευδία + ανός* (πρβλ. ροδ ανός, τραγ ανός)] …

    Dictionary of Greek

  • 17ευσταχιανός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον Ιταλό ανατόμο Ευστάχιο (Eustachi ή Eustachio) 2. φρ. «ευσταχιανή σάλπιγγα» σωλήνας με τον οποίο συγκοινωνεί το κοίλο τού τυμπάνου τού αφτιού με τον φάρυγγα και τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ευστάχιος + κατάλ. ανός, (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 18ευφημιανός — ή, ό (Μ ευφημιανός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ευφήμιο 2. φρ. «ευφημιανή συλλογή» μικρή συλλογή επιγραμμάτων η οποία καταρτίστηκε επί τής βασιλείας Λέοντος τού Σοφού από κάποιον Θεσσαλό που τήν αφιέρωσε σε κάποιον Ευφήμιο.… …

    Dictionary of Greek

  • 19εψανός — ἑψανός, ή, ον (Α) 1. αυτός που βράζει εύκολα, ο βραστερός, ο καλόβραστος, ο καλόψητος 2. (για φαγητά) αυτός που τρώγεται βραστός, ο βρασμένος 3. ζωμός, σούπα 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑφανά τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.… …

    Dictionary of Greek

  • 20ιδανός — ἰδανός, όν (Α) ωραίος, κομψός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδείν (απρμφ. αόρ. β τού ορώ) + ανός κατά τα ικ ανός, πιθ ανός. Η λ. χρησιμοποιείται ως επίθ. τών χαρίτων και παράγει το επίθ. ιδανικός] …

    Dictionary of Greek