ανοίγω (

  • 71αναγραίνω — (για μαλλί ή βαμβάκι) ξαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γραίνω «ανοίγω με τα δάχτυλα το πυκνό μπλεγμένο μαλλί για να γίνει ευκολότερο το ξάσμα»] …

    Dictionary of Greek

  • 72αναδεικνύω — (Α ἀναδεικνύω και δείκνυμι, Ν και δείχνω) εκλέγω σε αξίωμα, ανακηρύσσω, αναγορεύω νεοελλ. 1. κάνω κάποιον ή κάτι σπουδαίο, εξυψώνω, προάγω, προβάλλω 2. μέσ. επιτυγχάνω σε κάποια επίδοση, προοδεύω, ευδοκιμώ, διακρίνομαι αρχ. 1. ανυψώνω και δείχνω… …

    Dictionary of Greek

  • 73ανακαλύπτω — (Α ἀνακαλύπτω) νεοελλ. 1. βρίσκω κάτι μετά από αναζήτηση ή έρευνα 2. βρίσκω, γνωρίζω κάτι που προϋπήρχε, αλλά ήταν άγνωστο μέχρι τώρα 3. βρίσκω κάτι διαφορετικό ή παρεμφερές με το ήδη γνωστό αρχ. 1. ξεσκεπάζω, φανερώνω 2. αφαιρώ το κάλυμμα,… …

    Dictionary of Greek

  • 74ανακλίνω — (Α ἀνακλίνω) 1. κλίνω προς τα πίσω, γέρνω 2. ανασηκώνω 3. μεσ. γέρνω, ξαπλώνω, πλαγιάζω (στα μσν. και ενεργ.) αρχ. 1. στηρίζω επάνω, ακουμπώ 2. στρέφω προς τα άνω, υψώνω 3. καθίζω κάποιον στο τραπέζι 4. (για πόρτα) σπρώχνω προς τα πίσω, ανοίγω 5 …

    Dictionary of Greek

  • 75αναμίγω — (Μ ἀναμίγω) αναμειγνύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναμιγνύω με μεταπλασμό από τον αορ. ἀνέμιξα κατά το αντίστροφο σχήμα ἤνοιξα ἀνοίγω) …

    Dictionary of Greek

  • 76αναμοχλεύω — (Α ἀναμοχλεύω) ανασηκώνω, μετακινώ αντικείμενο με μοχλό νεοελλ. εξάπτω, ανακινώ θέμα λησμονημένο, φέρνω κάτι πάλι στην επιφάνεια, υποδαυλίζω αρχ. 1. παραβιάζω, ανοίγω βίαια 2. αποκαλύπτω κάτι κρυφό, φέρνω σε φως, φανερώνω βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα …

    Dictionary of Greek

  • 77αναξέω — (Α ἀναξέω) νεοελλ. 1. (για πληγές) ερεθίζω με ξύσιμο, ανοίγω πάλι το τραύμα 2. (για εχθρότητα, πάθος κ.λπ.) ανανεώνω, υποδαυλίζω, επαναφέρω σε οξύτητα αρχ. κάνω κάτι λείο ή στιλπνό, λειαίνω, στιλβώνω, γυαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ξέω «ξύνω,… …

    Dictionary of Greek

  • 78αναξαίνω — (Α ἀναξαίνω) [ξαίνω] νεοελλ. 1. ξαίνω μάλλινο ύφασμα για να αποκτήσει χνούδι 2. ξαίνω το μετάξι με το λανάρι και σχηματίζω τουλούπα αρχ. 1. (για τραύμα) ανοίγω πάλι, ξαναξύνω, αποξύνω 2. αναζωπυρώνω, ανακινώ, ανανεώνω …

    Dictionary of Greek

  • 79αναπετάννυμι — και ύω (Α ἀναπετάννυμι και ποιητ. ἀμπετάννυμι και ύω και ἀναπετῶ) [πετάννυμι] 1. ανοίγω διάπλατα, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. (μτχ. παθ. πρκμ.) ο αναπεπταμένος* αυτός που εκτείνεται σε ανοιχτό ή μεγάλο χώρο αρχ. 1. φανερώνω, εκθέτω 2. διαχέω,… …

    Dictionary of Greek

  • 80αναπετάσω — αναπετάννυμι*, ανοίγω διάπλατα, ξεδιπλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεπέτασα, αόρ. τού ἀναπετάννυμι. ΠΑΡ. αναπέταση] …

    Dictionary of Greek