ανοίγω (
61Анектохил — ? Анектохил …
62-γω — κατάληξη ενεστωτικών ρημάτων τής νέας Ελληνικής που ανάγονται: α) σε ρήματα τής Αρχαίας με ληκτικό μόρφημα σσω (πρβλ. φυλάσσω φυλάγω, τυλίσσω τυλίγω) και αόριστο σε ξα, απ όπου μεταπλάστηκαν στον ενεστώτα τους κατά το πρότυπο άνοιξα ανοίγω,… …
63Πιθοίγια — Γιορτή στην αρχαία Αθήνα. Τελούταν κατά την ενδέκατη μέρα του Ανθεστηριώνα (15 Φεβρ. 15 Μαρτίου) και αποτελούσε μέρος των Ανθεστηρίων. Στη διάρκειά της, οι οικογενειάρχες θυσίαζαν στον Διόνυσο και δοκίμαζαν το κρασί της νέας σοδειάς από τα… …
64άνοιξη — Εποχή του έτους, μεταξύ της εαρινής ισημερίας και του θερινού ηλιοστασίου. Στο βόρειο ημισφαίριο αρχίζει στις 21 Μαρτίου, τελειώνει στις 21 Ιουνίου και διαρκεί 93 ημέρες. Οι ημέρες έχουν μέση διάρκεια και συνεχώς μεγαλώνουν. Ο ήλιος περνά από… …
65άσκαστος — η, ο (Α ἄσκαστος, ον και ἄσχαστος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει σκάσει, δεν έχει ανοίξει («άσκαστο μπουμπούκι», «άσκαστο κάστανο») 2. εκείνος που δεν έχει εκραγεί («άσκαστη μπόμπα») 3. εκείνος που δεν τον σκάνε, δεν τον στενοχωρούν οι άλλοι… …
66έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …
67αλοκίζω — ἀλοκίζω (Α) [ἄλοξ] 1. αυλακιάζω, ανοίγω αυλάκι (με το αλέτρι) 2. χαράζω γράμματα, γράφω πάνω σε επιφάνεια αλειμμένη με κερί …
68αμάρα — I (amara). Επιστημονική ονομασία γένους κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των καραβιδών. Ζουν σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, πάνω σε διάφορα φυτά. Είναι πολύ μικρά σε μέγεθος και έχουν ελλειψοειδές σώμα, με δύο νηματοειδείς κεραίες στο κεφάλι …
69αμφιπλίσσω — ἀμφιπλίσσω (Α) ανοίγω τα σκέλη, βαδίζω με δρασκελιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πλίσσω βλ. πλίσσομαι] …
70αμφιχάσκω — ἀμφιχάσκω (Α) χάσκω, ανοίγω το στόμα μου ορθάνοιχτα, για να αρπάξω ή να καταπιώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χάσκω] …