ανοίγω (

  • 51σκάζω — (I) ΜΑ (κυρίως στον ενεστ. και παρατ.) χωλαίνω, κουτσαίνω («σκάζων μηρός», Πλούτ.) αρχ. 1. (η μτχ. ουδ. εν. και πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ σκάζον και τὰ σκάζοντα κάθε μορφή ατέλειας, ανωμαλίας ή βλάβης (α. «μὴ εὑρεθῆ τὸ δημόσιον σκάζον», πάπ …

    Dictionary of Greek

  • 52συμπετάννυμι — Α εκτείνω μαζί, απλώνω συγχρόνως, ανοίγω συγχρόνως («χρὴ δύο ἁμαξῶν τοὺς ῥυμοὺς εἰς τὸ αὐτὸ δῆσαι συμπετάσαντα κατὰ τὸ ἕτερον μέρος τῆς ἁμάξης», Αιλ. Τακτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πετάννυμι «απλώνω, ανοίγω, εκτείνομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 53συνδιοίγω — Μ ανοίγω κάτι και τό κρατώ ανοιχτό μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διοίγω «ανοίγω κάτι και τό κρατώ ανοιχτό»] …

    Dictionary of Greek

  • 54χαίνω — ΝΜΑ 1. έχω ή σχηματίζω χάσμα (α. «το βάραθρο έχαινε μπροστά τους» β. «τότε μοι χάνοι εὐρεῑα χθών», Ομ. Ιλ.) 2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός και κεχηνώς, υῑα, ός (λόγιος τ.) αυτός που χάσκει, ιδίως από έκπληξη, κατάπληκτος (α. «τόν… …

    Dictionary of Greek

  • 55ωθώ — ὠθῶ, έω, ΝΜΑ 1. μεταδίδω κίνηση σε ένα σώμα, σπρώχνω, σκουντώ (α. «ο άνεμος ωθεί το πλοίο» β. «ὦσαι ἑαυτὸν εἰς τὸ πῡρ», Ηρόδ.) 2. μτφ. προτρέπω, παροτρύνω, παρακινώ αρχ. 1. αποσπώ βίαια («ἐκ μηροῡ δόρυ ὦσε», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με θύρα) ανοίγω… …

    Dictionary of Greek

  • 56ξανοίγω — ξάνοιξα, ξανοίχτηκα, ξανοιγμένος 1. μτβ., ανοίγω κάτι διάπλατα, απλώνω: Ξάνοιξε το μαλλί να στεγνώσει. 2. μτφ., ανοίγω, χαράζω, δημιουργώ: Ξάνοιξε καινούριους δρόμους στην επιστήμη. 3. βλέπω, διακρίνω: Σε ξανοίγει από τα νέφη και το μάτι του… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 57ξεκλειδώνω — ξεκλείδωσα, ξεκλειδώθηκα, ξεκλειδωμένος 1. μτβ., ανοίγω κάτι με κλειδί: Ξεκλείδωσα την πόρτα. 2. αμτβ., ανοίγω, ξεκλειδώνομαι: Δεν ξεκλειδώνει το ντουλάπι …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 58Anoectochilus — setaceus, Illustration von 1844 aus Curtis s Botanical Magazine Systematik Ordnung: Spargelartige (Asparagales) …

    Deutsch Wikipedia

  • 59Anoectochilus — ? Anoectochilus Типовой вид Anoectochilus setaceus …

    Википедия

  • 60разверзаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (στρεβλόω) терзаю; (ἀνοίγω) открываю; (φαρρήγνυμι ) расторгаю …

    Словарь церковнославянского языка