ανοίγω (

  • 21παρανοίγνυμι — και παρανοίγω ΜΑ ανοίγω πλαγίως κάτι ή ανοίγω κάτι ελαφρώς, λίγο, μισοανοίγω αρχ. μτφ. δηλώνω, φανερώνω («παρανοίγειν τὸ πρᾱγμα», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀνοίγνυμι «ανοίγω»] …

    Dictionary of Greek

  • 22παροίγνυμι — και παροίγω Α ανοίγω κάτι στα πλάγια ή ανοίγω λίγο, μισανοίγω («τίς ὁ καλῶν πύλας παροίξας;», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οἴγνυμι / οἴγω «ανοίγω»] …

    Dictionary of Greek

  • 23περιχάσκω — Α 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, έχω το στόμα μου ορθάνοιχτο 2. χάβω, ανοίγω πολύ το στόμα μου και το κλείνω απότομα 3. μένω με το στόμα ανοιχτό, εκφράζω απορία και έκπληξη για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χάσκω «ανοίγω το στόμα»] …

    Dictionary of Greek

  • 24υποίγνυμι — και ὑποίγω Α ανοίγω κάτι λίγο ή τό ανοίγω κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οἴγω / οἴγνυμι «ανοίγω»] …

    Dictionary of Greek

  • 25υποσαίρω — ΜΑ ανοίγω ελαφρά το στόμα μου αρχ. 1. (για καρπό που έχει ωριμάσει) ανοίγω, σχίζομαι («σῡκα τὰ μὲν ὠμὰ... τὰ δὲ ῥυσὰ καὶ ἔξωρα, τὰ δὲ ὑποσέσηρε παρεμφαίνοντα τοῡ χυμοῡ τὸ ἄνθος», Φιλόστρ.) 2. φρ. «ὑποσαίρω ὀδόντας» ανοίγω λίγο το στόμα μου και… …

    Dictionary of Greek

  • 26χάσκω — ΝΜΑ 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό 2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω 3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός βλ. χαίνω μσν. (για καρπούς) σχάζομαι …

    Dictionary of Greek

  • 27ανίημι — ἀνίημι (Α) 1. στέλνω προς τα πάνω («Ζεφύροιο... ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν, Ὅμηρος, «ἀφρὸν ἀνίημι», βγάζω αφρό Αισχύλος) 2. αναδίδω, βγάζω, κάνω να φυτρώσει (αποδίδεται σε θεούς ή στη γη 3. (για γυναίκα) γεννώ 4. κάνω ν ανέβει στην επιφάνεια (από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 28αναμύω — (Α ἀναμύω) μσν. νεοελλ. ανοίγω τα μάτια μου, αναβλέπω νεοελλ. αναδίνω βλαστούς, φυτρώνω, βλαστάνω αρχ. ανοίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * στερ. + μύω «είμαι κλειστός, κλείνω» (για τα μάτια, για το στόμα κ.λπ.)] …

    Dictionary of Greek

  • 29αναφουφουδιάζω — κ. λιάζω 1. ανοίγω λίγο τα φτερά, αναφτερουγίζω 2. ανοίγω, λαναρίζω, ξανταίνω (πούπουλα, μαλλί, βαμβάκι) η πράξη: αναφουφούδιασμα κ. λιασμα …

    Dictionary of Greek

  • 30αναφτεριάζω — 1. ανοίγω τα φτερά για να πετάξω ή τα ανοίγω από φόβο 2. βγάζω φτερά (για νεοσσούς) η πράξη αναφτέριασμα …

    Dictionary of Greek