ανοίγω (
121διαστομώνω — (AM διαστομῶ, όω) 1. ανοίγω στόμιο ή τρύπα 2. διαπλατύνω υπάρχουσα οπή αρχ. παθ. ανοίγομαι υπερβολικά …
122διασφηνώνω — (Α διασφηνῶ, όω) 1. χωρίζω, ανοίγω με σφήνα 2. μέσ. ενσφηνώνομαι, παρεμβάλλομαι …
123διασχάζω — (Α) [σχάζω] ανοίγω μια φλέβα, φλεβοτομώ …
124διατέμνω — (AM διατέμνω) διχοτομώ, χωρίζω σε δύο μέρη νεοελλ. (η μτχ. θηλ. ως ουσ.) (γεωμ.) η διατέμνουσα η τέμνουσα* αρχ. 1. κατακόπτω 2. ανοίγω δίοδο 3. καταστρέφω την υπάρχουσα ενότητα, σπείρω διχόνοια …
125διαυλακώνω — και διαυλακίζω (Α) 1. ανοίγω αυλάκια, αυλακώνω, αυλακιάζω 2. διασχίζω γρήγορα έναν τόπο σα να σχηματίζω αυλάκια («κεραυνοί διαυλάκωναν τον ουρανό») …
126διαχαλώ — διαχαλῶ ( άω) (Α) 1. χαλαρώνω, διαλύω 2. ανοίγω 3. καθιστώ εύκαμπτο με την άσκηση …
127διοίγνυμι — και διοιγνύω και διοίγω (Α) [οίγνυμι, οιγνύω, οίγω] 1. ανοίγω κάτι και τό κρατώ ανοιχτό 2. ( μαι) (για φυτά) βγάζω βλαστούς …
128διορύσσω — (AM διορύσσω και διορύττω) [ορύσσω] σκάβω από τη μια άκρη ώς την άλλη, ανοίγω δίοδο αρχ. 1. υποσκάπτω, υπονομεύω 2. διερευνώ, εξετάζω, ανακαλύπτω 3. χώνω, θάβω στη γη, κρύβω …