ανοίγω (
111γεωρυχώ — γεωρυχῶ ( έω) (Α) σκάβω βαθιά μέσα στη γη, ανοίγω σήραγγα ή μεταλλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω < γη + ορυχώ < ορύσσω] …
112γραδώνω — 1. γραδάρω 2. ανοίγω αυλάκια στο κάτω μέρος βαρελιού ή βεδούρας για να στερεωθεί ο πάτος …
113διέλκω — (Α) [έλκω] 1. ανοίγω διάπλατα 2. σέρνω, τραβώ μέσα από κάτι ή κάπου 3. τραβώ πλοία στην ξηρά 4. τραβώ, κινώ πάνω κάτω 5. συνεχίζω να πίνω, το τσούζω 6. παθ. (για χρόνο) παρατείνω 7. παθ. (για ανάγνωση χειρογράφων) διαβάζομαι ξεχωριστά,… …
114διαλακώ — διαλακῶ ( έω) (Α) [λακώ] σκάω, ανοίγω με κρότο …
115διαμηρίζω — (Α) [μηρίζω] τής ανοίγω τα σκέλη, συνουσιάζομαι …
116διαπετάννυμι — και διαπεταννύω (Α) [πετάννυμι] ανοιγω κάτι που ήταν διπλωμένο, ξεδιπλώνω …
117διαπτύσσω — (Α) [πτύσσω] 1. αναπτύσσω, ξεδιπλώνω, ξετυλίγω, ανοίγω 2. συμπτύσσω, μαζεύω πάλι, διπλώνω, τυλίγω, συμπλέκω κάτι με άλλο 3. ερμηνεύω, διασαφηνίζω 4. σπάζω, διαρρηγνύω …
118διαρρηγνύω — (AM διαρρηγνύω και διαρρήγνυμι) 1. παραβιάζω, ανοίγω δια τής βίας, κάνω διάρρηξη 2. σπάζω, θρυμματίζω, θραύω σε όλη την έκταση του 3. φρ. «διέρρηξε τα ιμάτιά του» διαμαρτυρήθηκε έντονα διακηρύσσοντας την αθωότητά του 4. διακόπτω (αρραβώνα,… …
119διασκάπτω — (AM διασκάπτω) 1. ανοίγω αυλάκι σκάβοντας 2. καταστρέφω, ανατρέπω 3. ανασκάπτω, ξεσκάβω …
120διαστέλλω — (AM διαστέλλω) 1. χωρίζω, ξεχωρίζω, διακρίνω κάτι από κάτι άλλο 2. διανοίγω, διευρύνω 3. χωρίζω πρόταση με κόμματα 4. (για σημεία τού σώματος) διευρύνω, αναπτύσσω, ανοίγω 5. ογκώνω, φουσκώνω, μεγαλώνω τις διαστάσεις αρχ. 1. διανοίγω κάτι… …