ανοίγω (

  • 101αποπτερυγίζομαι — ἀποπτερυγίζομαι (AM) μσν. απλώνω ή ανοίγω τα φτερά μου και πετώ μακριά αρχ. χτυπώ τις φτερούγες μεταξύ τους …

    Dictionary of Greek

  • 102αποσχάζω — ἀποσχάζω (Α) [σχάζω] 1. ανοίγω, διανοίγω 2. σχεδιάζω, χαράζω 3. χαλαρώνω …

    Dictionary of Greek

  • 103αποτύπτω — ἀποτύπτω (Α) 1. σχίζω, ανοίγω, χαράζω 2. ( ομαι) σταματώ να χτυπιέμαι, σταματώ τους κοπετούς …

    Dictionary of Greek

  • 104αποφράζω — κ. σσω (AM ἀποφράσσω, Α κ. ττω κ. ἀποφράγνυμι, κ. γνύω) κλείνω, φράζω εντελώς νεοελλ. ( σσω) ανοίγω κάτι φραγμένο, ξεβουλλώνω …

    Dictionary of Greek

  • 105αράσσω — (AM ἀράσσω) ορμώ με δύναμη εναντίον κάποιου μσν. νεοελλ. 1. προσορμίζομαι, αράζω 2. προσορμίζω νεοελλ. 1. επιδιώκω 2. καταφεύγω αρχ. Ι. 1. χτυπώ δυνατά, κρούω 2. συγκρούω, συντρίβω 3. (με δοτ.) επιτίθεμαι εναντίον κάποιου, τον προσβάλλω II. (… …

    Dictionary of Greek

  • 106ασπάλαθος — και ασπαλαθρός, ο και ασπάλαθο και σπάλαθο και σφάλαχτρο, το (AM ἀσπάλαθος, Α και ἀσφάλαθος) 1. ο αγκαθωτός θάμνος καλυκοτόμη η τριχωτή, που τον χρησιμοποιούν σε φράχτες στην αρχαιότητα χρησίμευε ως όργανο βασανισμού («εἷλκον παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκτὸς… …

    Dictionary of Greek

  • 107ασπάλακας — ο (Α ἀσπάλαξ και σπάλαξ και ἀσφάλαξ και σφάλαξ) 1. ο τυφλοπόντικας 2. ο τυφλός (πρβλ. αρχ. παροιμ. «ἀσπάλακος τυφλότερος») νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που δεν είναι οξυδερκής, που δεν βλέπει τι γίνεται γύρω του 2. το θηλαστικό σκίουρος ο κοινός, η… …

    Dictionary of Greek

  • 108αυλακιάζω — 1. ανοίγω αυλάκια με το αλέτρι ή τον κασμά 2. κάνω να σχηματιστούν αυλάκια, ρυτίδες («τον αυλάκιασε η δυστυχία») …

    Dictionary of Greek

  • 109αυλακώνω — 1. ανοίγω αυλάκια στο έδαφος ή δημιουργώ αυλακιές σε οποιαδήποτε επιφάνεια 2. (για υγρά) διασχίζω ή διατρέχω μια επιφάνεια σχηματίζοντας αυλάκια 3. φρ. (για τα πλοία) «αυλακώνω τις θάλασσες» διασχίζω τις θάλασσες, ταξιδεύω 4. σχηματίζω αυλάκια,… …

    Dictionary of Greek

  • 110αφίημι — ἀφίημι (AM) 1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω 2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι 3. απαλλάσσω, συγχωρώ αρχ. Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω 2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει 3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω,… …

    Dictionary of Greek