ανιχνευτής

  • 21προδρομεύω — Α [πρόδρομος] είμαι έφιππος ανιχνευτής, ανήκω στην έφιππη εμπροσθοφυλακή, προπορεύομαι ως μέλος έφιππης εμπροσθοφυλακής («δοκιμάζει δὲ καὶ τοὺς προδρόμους, ὅσοι ἂν αὐτῇ δοκῶσιν ἐπιτήδειοι προδρομεύειν εἶναι», Αριστοτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 22προεξερευνητής — και προὐξερευνητής, ὁ, Α [προεξερευνῶ] ο κατάσκοπος, ο ανιχνευτής που έχει σταλεί από πριν …

    Dictionary of Greek

  • 23προπορευτής — ὁ, ΜΑ [προπορεύομαι] αυτός που βαδίζει μπροστά από τους άλλους και, ιδίως, ο ανιχνευτής …

    Dictionary of Greek

  • 24προσκοπώ — έω, Α [σκοπῶ] 1. παρατηρώ, στοχάζομαι εκ τών προτέρων 2. εξετάζω καλά εκ τών προτέρων («πάντα προσκοπεῑν ὅσα λέγει τις ἢ πράσσει τις», Σοφ.) 3. προβλέπω 4. μεριμνώ, φροντίζω («μὴ παθεῑν μᾱλλον προυσκόπουν», Θουκ.) 5. παρακολουθώ ως πρόσκοπος,… …

    Dictionary of Greek

  • 25προσκουλκάτωρ — ορος, ὁ, Μ πιθ. πρόσκοπος, ανιχνευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. αντί προσπεκουλάτωρ (< λατ. prospeculor «παρατηρώ, κατασκοπεύω)] …

    Dictionary of Greek

  • 26προόπτης — ὁ, ΜΑ μσν. προφήτης αρχ. ανιχνευτής, κατάσκοπος. επίρρ... προόπτως Μ 1. παρατηρώντας προσεκτικά 2. φανερά, ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + όπτης (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. κατ όπτης, ὑπερόπτης] …

    Dictionary of Greek

  • 27πρόσκοπος — ον / πρόσκοπος, ον, ΝΑ, θηλ. και ίνα Ν 1. αυτός που προπορεύεται και παρατηρεί, ο προπορευόμενος για κατόπτευση 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρόσκοπος ο ανιχνευτής νεοελλ. 1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο πρόσκοπος και η προσκοπίνα κάθε νεός ή νέα που… …

    Dictionary of Greek

  • 28σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… …

    Dictionary of Greek

  • 29σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… …

    Dictionary of Greek

  • 30ασυμπτωτικός κώνος — Για έναν ανιχνευτή κοσμικών ακτίνων, ο όρος σημαίνει την περιοχή της ουράνιας σφαίρας απ’ όπου έχουν έλθει τα σωμάτια, στα οποία κυρίως οφείλεται η ροή που καταγράφει ο ανιχνευτής. Η θέση και το σχήμα αυτού του κώνου υποδοχής των σωματίων… …

    Dictionary of Greek