ανισότητα

  • 21πορνεία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η, κατόπιν χρηματικής αμοιβής, σεξουαλική επαφή ενός ατόμου με άλλο άτομο του ίδιου ή αντίθετου φύλου. Τα άτομα που ασκούν την π., σπάνια επιλέγουν τους «πελάτες» τους, οι οποίοι και αν δεν τους είναι εντελώς… …

    Dictionary of Greek

  • 22σκαληνία — ἡ, Α [σκαληνός] ανισότητα, ανομοιότητα …

    Dictionary of Greek

  • 23σκολιότητα — η / σκολιότης, ητος, ΝΜΑ [σκολιός] η ιδιότητα και το γνώρισμα τού σκολιού νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) στριφνότητα, δυστροπία αρχ. 1. μτφ. ανισότητα 2. μτφ. α) (για πρόσ.) ηθική διαστροφή β) αδικία 3. στον πληθ. αἱ σκολιότητες ελικοειδής πορεία ή… …

    Dictionary of Greek

  • 24φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …

    Dictionary of Greek

  • 25φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …

    Dictionary of Greek

  • 26Γκομπινό, Ζοζέφ Αρτίρ, κόμης του- — (Joseph Artur, comte de Gobineau, Βιλ ντ’ Αβρέ, Μπορντό 1816 – Τορίνο 1882). Γάλλος διπλωμάτης και συγγραφέας. Άρχισε τη διπλωματική του σταδιοδρομία το 1851 ως γραμματέας πρεσβείας στη Βέρνη και αργότερα υπηρέτησε σε διάφορες πρωτεύουσες της… …

    Dictionary of Greek

  • 27Ζοφρουά ή Ζοφρουά Σεν Ιλέρ, Ετιέν — (GeoffroyEtienne Geoffroy Saint Hilaire, 1772 – 1844). Γάλλος φυσιοδίφης και στοχαστής. Έγινε γνωστός για τις θεωρίες του σχετικά με την ενιαία οργανική σύνθεση των όντων. Κατά την εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο (1798 99) ήταν μέλος… …

    Dictionary of Greek

  • 28ημιεπίπεδο — Το σύνολο των σημείων ενός επιπέδου που βρίσκονται από το ίδιο μέρος σε σχέση με μια ευθεία του επιπέδου. Οι συντεταγμένες των σημείων ενός ημιεπιπέδου ικανοποιούν μια ανισότητα της μορφής Αχ + Bψ + C > 0, όπου Α, Β, C είναι ορισμένες σταθερές …

    Dictionary of Greek

  • 29ημιχώρος — Το σύνολο των σημείων του χώρου που βρίσκονται από τη μια μεριά ενός ορισμένου επιπέδου. Οι συντεταγμένες χ,y,z των σημείων του η. ικανοποιούν μια ανισότητα της μορφής Ax + By + (Cz + D) > O, όπου A,B,D,C, είναι ορισμένες σταθερές και A,B,C… …

    Dictionary of Greek

  • 30Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …

    Dictionary of Greek