ανιδιοτελής
1ανιδιοτελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που δεν αποβλέπει σε δικό του κέρδος: Είμαι βέβαιος ότι είναι φίλος ανιδιοτελής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2ανιδιοτελής — ( ούς), ές αυτός που δεν αποβλέπει στο προσωπικό του συμφέρον, αφιλοχρήματος, αφιλοκερδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ιδιοτελής. Η λ. μαρτυρείται στον καθηγητή και συγγραφέα Αλέξανδρο Ραγκαβή] …
3αλτρουισμός — ο ανιδιοτελής φροντίδα για τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. altruisme] …
4ανιδιοτέλεια — η αφιλοχρηματία, αφιλο κέρδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανιδιοτελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον καθηγητή και συγγραφέα Αλέξανδρο Ραγκαβή] …
5ανυστερόβουλος — η, ο αυτός που δεν έχει υστεροβουλία, ανιδιοτελής, ειλικρινής …
6αφιλοκερδής — ές και αφιλόκερδος, η, ο αυτός που δεν αποβλέπει μόνο στο συμφέρον, ανιδιοτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φιλοκερδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου] …
7καθαροάδολος — καθαροάδολος, ον (Μ) αγνότατος, ανιδιοτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + άδολος] …
8τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …
9Ζερβός, Ηλίας — (Γριζάτα Κεφαλονιάς 1814 – Αργοστόλι 1894). Πολιτικός, ηγέτης του ενωτικού αγώνα της Επτανήσου. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία, όπου παρακολουθούσε, παράλληλα, μαθήματα φυσικής και χημείας (έλαβε ενεργό μέρος στον ιταλικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα) …
10Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… …
- 1
- 2