Перевод: с русского на все языки
ανεπούλωτος
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ανεπούλωτος — η, ο (Μ ἀνεπούλωτος, ον) 1. (για τραύμα) εκείνος που δεν έχει ακόμη επουλωθεί, δεν έκλεισε, αυτός που δεν θεραπεύθηκε, δεν λησμονήθηκε … Dictionary of Greek
ανεπούλωτος — η, ο αυτός που δεν επουλώθηκε, δεν έθρεψε, αθεράπευτος: Η παλιά εκείνη πληγή είναι ακόμη ανεπούλωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπούλωτος — ἀναπούλωτος, ον (Α) [ἀπουλῶ] αυτός που δεν επουλώθηκε, ανεπούλωτος, αθεράπευτος … Dictionary of Greek
ανοιχτός — ή, ό (AM ἀνοικτός, ή, όν) ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστός νεοελλ. 1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο 2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα 3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί 4. (για… … Dictionary of Greek