ανεπιθύμητος
1ανεπιθύμητος — η, ο (Α ἀνεπιθύμητος, ον) νεοελλ. 1. ο μη επιθυμητός, ο δυσάρεστος 2. αυτός που δεν προκαλεί ερωτική επιθυμία 3. «ανεπιθύμητος» ή «πρόσωπο ανεπιθύμητο» (λατ. persona non grata) αντιπρόσωπος διπλωματικός*, ο οποίος καλείται να εγκαταλείψει τη χώρα …
2ανεπιθύμητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι επιθυμητός: Κατάλαβε ότι ήταν πια ανεπιθύμητος στη συντροφιά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ἀνεπιθύμητος — ἀνεπιθύ̱μητος , ἀνεπιθύμητος without desire masc/fem nom sg …
4ἀνεπιθυμήτως — ἀνεπιθῡμήτως , ἀνεπιθύμητος without desire adverbial ἀνεπιθῡμήτως , ἀνεπιθύμητος without desire masc/fem acc pl (doric) …
5ἀνεπιθύμητον — ἀνεπιθύ̱μητον , ἀνεπιθύμητος without desire masc/fem acc sg ἀνεπιθύ̱μητον , ἀνεπιθύμητος without desire neut nom/voc/acc sg …
6αγύρευτος — η, ο [γυρεύω] 1. (για εμπορεύματα) αυτός που δεν ζητιέται ή δεν ζητήθηκε, απούλητος, ανεπιθύμητος 2. αυτός για τον οποίο δεν φρόντισε κανείς, ο παραμελημένος 3. αυτός που, αν και συχνά μάς είναι αναγκαίος (γιατρός, ιερέας, φάρμακα κ.ά.),… …
7ανεθέλητος — η, ο (Α ἀνεθέλητος, ον) 1. ανεπιθύμητος, απευκταίος 2. στερούμενος βούλησης, άβουλος, άγνωμος …
8ανόρεκτος — κ. ανόρεχτος, η, ο (Α ἀνόρεκτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει όρεξη για φαγητό 2. απρόθυμος, κακόκεφος, κακοδιάθετος νεοελλ. (Σημειολ.) αυτός που πάσχει από ανορεξία αρχ. (με παθ. σημ.) ανεπιθύμητος …
9απευκταίος — α, ο (AM ἀπευκταῑος, α, ον) [απεύχομαι] αυτός που ο καθένας απεύχεται, δεν θέλει να γίνει, ανεπιθύμητος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το απευκταίο(ν) 1. το δυστύχημα 2. ο θάνατος …
10αποδιοπομπαίος — α, ο φρ. «αποδιοπομπαίος τράγος» 1. αυτός που αποδιώκεται από τους συνανθρώπους του ως ανεπιθύμητος 2. άτομο στο οποίο επιρρίπτονται οι ευθύνες των άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. «αποδιοπομπούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …