-
1 ανεξάρτητος
[анэксартитос] εκ. независимыйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανεξάρτητος
-
2 независимый
-
3 самостоятельный
-
4 независимый
επ., βρ: -сим, -а, -оανεξάρτητος•-ая страна ανεξάρτητη χώρα•
независимый человек ανεξάρτητος άνθρωπος•
-ое положение κατάσταση αν εξαρτησ ίας.
-
5 независимость
η ανεξαρτησίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > независимость
-
6 произвольный
1. (ничем не стесняемый, свободный) ελεύθερος, ανεξάρτητος, αδέσμευτος, απεριόριστος 2. (производимый самовольно, по своему усмотрению) αυθαίρετος, ακαθόριστος 3. (не вытекающий из чего-л., лишённый доказательств) αβάσιμος, δίχως έρεισμα, αυθαίρετος, ανα-πόδεικτος, αθεμελίωτος, αστήρικτος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > произвольный
-
7 безотносительный
безотносительн||ыйприл ἀσχετος, ἀνεξάρτητος. -
8 господин
госп||оди́нм1. κύριος:\господинода́1 κύριοι!·2. (хозяин) уст. ὁ κύριος, ὁ ἀφέντης, τό ἀφεντικό· ◊ \господин положения κύριος τής κατάστασης· сам себе \господин κύριος τοῦ ἐαυτού του, ἀνεξάρτητος ἄνθρωπος. -
9 независимо
незави́сим||онареч ἀνεξαρτήτως, ἀνεξάρτητα:держать себя \независимо συμπεριφέρομαι ἐλεύθερα, εἶμαι ἀνεξάρτητος. -
10 независимый
незави́симыйприл ἀνεξάρτητος·· \независимыйые страны οἱ ἀνεξάρτητες χώρες· \независимыйое положение ἡ ἀνεξαρτησίά с \независимыйым видом μέ ἀμέριμνο ὕφος. -
11 самостоятельностьый
самостоятельность||ыйприл в разн. знач. ἀνεξάρτητος, αὐτοτελής:\самостоятельностьыйое государство τό ἀνεξάρτητο κράτος· \самостоятельностьыйая жизнь ἡ ἀνεξάρτητη ζωή· \самостоятельностьыйый человек ἄνθρωπος πού δέν ἐξαρτάται ἀπό ἄλλους· \самостоятельностьыйое исследование μελέτη πού γίνεται χωρίς βοήθεια ἄλλων \самостоятельностьыйое предложение грам. ἡ ξεχωριστή πρόταση. -
12 независимый
[νιζαβίσιμυΐ] εκ. ανεξάρτητος -
13 самостоятельный
[σαμασταγιάτιλ'νυϊ] εκ. ανεξάρτητος -
14 независимый
[νιζαβίσιμυϊ] επ ανεξάρτητος -
15 самостоятельный
[σαμασταγιάτιλ'νυϊ] επ ανεξάρτητος -
16 безотносительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно;άσχετος, ανεξάρτητος•это утверждение -о αυτός ο ισχυρισμός είναι άσχετος.
-
17 вольный
επ., βρ: -лен, -льна, -но, вольны κ. -ны.1. ελεύθερος. || φιλελεύθερος.2. απελεύθερος.3. οικείος, ασύστολος, θαρρετός.4. συνειδητός•-ые и невольные погрешения συνειδητά και ασυνείδητα σφάλματα (αμαρτήματα)•
(με διαφ. σημ.) ελεύθερος•вольный перевод ελεύθερη μετάφραση•
-ые стихи ελεύθεροι στίχοι•
вольный стрелок ελεύθερος σκοπευτής•
-ая гавань ελεύθερο (τελωνειακών δασμών) λιμάνι•
-ые движения ελεύθερες (γυμναστικές) ασκήσεις•
-ая вода ελεύθερα ύδατα για πλουν (απαλλαγμένα από σκάφη, πάγους)•
-ая птица ελεύθερο πουλί (άνθρωπος ανεξάρτητος).
-
18 довлеть
-етρ.δ.με δοτ. παλ. αρέσω, (απλ.) κυριαρχώ, καταπιέ-εκφρ. довлеть себе παλ. είμαι αυτοκυρίαρχος, αυτεξούσιος, ανεξάρτητος. -
19 отдельный
επ.1. χωρισμένος, χωριστός, ξεχωριστός, ξέχωρος• ιδιαίτερος•сидеть за -ым столом κάθομαι σε ξεχωριστό τραπέζι•
ход ιδιαίτερη είσοδος•
положить в отдельный ящик βάζω σε ιδιαίτερο συρτάρι•
в каждом -ом случае σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση.
|| μεμονωμένος•-ое дерево μεμονωμένο δέντρο.
|| (συνήθως πλθ.)• -ые μερικοί•-ые примеры μερικά παραδείγματα•
-ые лица, люди μερικά πρόσωπα, μερικοί άνθρωποι.
2. (στρατ.) ανεξάρτητος•отдельный батальон ανεξάρτητο τάγμα.
-
20 отложить
-ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отложенный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. βάζω κατά μέρος• αποθέτω. || αφήνω, διατηρώκάτι για κάποιον•отложить на чрный день βάζω στην άκρη για ώρα ανάγκης.
|| τέμνω, χωρίζω.2. αναβάλλω•отложить на завтра αναβάλλω για αύριο•
отложить свадьбу αναβάλλω το γάμο.
3. παλ. αναδιπλώνω•отложить воротника κατεβάζω το γιακά.
4. ξεζεύω.5. (διαλκ.) ανοίγω, σύρω, τραβώ (τοσύρτη, μάνταλο κ.τ.τ.).6. γεννώ, αποθέτω•отложить яйца αποθέτω αυγά για κλώσσισμα•
отложить икру αποθέτω το γόνο, γονοβολώ, ωοτοκώ.
7. (γεωλ.) σχηματίζω στρώματα.εκφρ.отложить попечение – δε φροντίζω πια, παύω να φροντίζω.1. (γεωλ.) κατακάθομαι, σχηματίζω στρώμα.2. μτφ. εντυπώνομαι, μου κολλά, μου μπαίνει•отложить в памяти εντυπώνομαι στη μνήμη.
3. παλ. αποσπώμαι, ξεχωρίζω, γίνομαι ανεξάρτητος. || απομακρύνομαι, αποφεύγω απομονώνομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανεξάρτητος — η, ο επίρρ. α αυτοτελής, αυτεξούσιος, ελεύθερος: Στις απόψεις του είναι πάντα άνθρωπος ανεξάρτητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεξάρτητος — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία, που εκδιδόταν στην Αθήνα από τον Π.Κ. Παντελή από το 1842 έως το 1855 και το 1857 58. Η εφημερίδα αυτή υποστήριξε την κυβέρνηση Ι. Κωλέττη και ήταν υπέρ της παραχώρησης συντάγματος. 2. Ημερήσια, που… … Dictionary of Greek
Ανεξάρτητος Εφημερίς της Ελλάδος — Εφημερίδα που εκδόθηκε στην Ύδρα το 1827 από τον Γ. Παντελή και συνέχισε την έκδοσή της από την Αίγινα έως το 1828. Είχε αντικυβερνητική στάση και σήμερα αποτελεί σπουδαία πηγή για τα γεγονότα της εποχής, λόγω του πλούσιου ειδησεογραφικού υλικού… … Dictionary of Greek
Ανεξάρτητος Τύπος — Απογευματινή εφημερίδα, που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Ι.Α. Πουρνάρα και τον Κ.Μ. Κύρκο και κυκλοφορούσε από τον Μάρτιο του 1958 έως τον Απρίλιο του 1962 … Dictionary of Greek
Отдельная дивизия (Греция) — Офицеры Отдельной дивизии. Отдельная дивизия или Независимая дивизия ( … Википедия
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek
Konstantinos Koukodimos — Konstantinos ( Kostas ) Koukodimos ( el. Κωνσταντίνος Κώστας Κουκοδήμος, born September 14, 1969) with origin from Pieria, Makedonia is a retired Greek long jumper. He was born in Melbourne, Australia.As athleteKoukodimos is best known for his… … Wikipedia
Konstadinos Koukodimos — Medal record Men s Athletics Competitor for Greece European Indoor Championships Silver … Wikipedia
Members of the Greek Parliament, 2007–2009 — Greece This article is part of the series: Politics and government of Greece … Wikipedia
Μιθριδάτης — Όνομα διαφόρων βασιλιάδων του Πόντου και της Περγάμου. Η σειρά των βασιλιάδων αυτών αρχίζει με τον M. A’, που στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. ίδρυσε το βασίλειο του Πόντου. Οι σημαντικότεροι βασιλείς με το όνομα Μ. είναι οι ακόλουθοι: 1. Σατράπης του … Dictionary of Greek