Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανεμώδης

См. также в других словарях:

  • ἀνεμώδης — windy masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀνεμώδης windy masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀνεμώδης windy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεμώδης — ἀνεμώδης, ες (AM) (για χρονικό διάστημα) εκείνος κατά τη διάρκεια του οποίου επικρατούν άνεμοι αρχ. 1. εκτεθειμένος στους ανέμους, ανεμοδαρμένος 2. ο προκαλούμενος από τους ανέμους 3. εκείνος που προμηνύει άνεμο …   Dictionary of Greek

  • ἀνεμώδει — ἀνεμώδης windy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνεμώδης windy masc/fem/neut dat sg ἀνεμώδεϊ , ἀνεμώδης windy dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμώδη — ἀνεμώδης windy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀνεμώδης windy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀνεμώδης windy masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμῶδες — ἀνεμώδης windy masc/fem voc sg ἀνεμώδης windy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμώδεα — ἀνεμώδης windy neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀνεμώδης windy masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμώδεις — ἀνεμώδης windy masc/fem acc pl ἀνεμώδης windy masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμώδεος — ἀνεμώδης windy masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμώδεσι — ἀνεμώδης windy masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… …   Dictionary of Greek

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»