ανεμπόδιστος
1ἀνεμπόδιστος — unhindered masc/fem nom sg …
2ανεμπόδιστος — η, ο (Α ἀνεμπόδιστος, ον) μη εμποδιζόμενος, αμπόδιστος, ακώλυτος αρχ. εκείνος που δεν δημιουργεί κανένα εμπόδιο, που δεν εμποδίζει …
3ανεμπόδιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν εμποδίζεται, δεν απαγορεύεται: Του είπε πως στο χτήμα του μπορούσε να μπαίνει ανεμπόδιστος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀνεμποδίστως — ἀνεμπόδιστος unhindered adverbial ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem acc pl (doric) …
5ἀνεμπόδιστον — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem acc sg ἀνεμπόδιστος unhindered neut nom/voc/acc sg …
6ἀνεμποδίστοις — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem/neut dat pl …
7ἀνεμποδίστου — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem/neut gen sg …
8ἀνεμποδίστους — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem acc pl …
9ἀνεμποδίστων — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem/neut gen pl …
10ἀνεμποδίστῳ — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem/neut dat sg …