ανεμπόδιστος
31συσσοίη — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἀνεμπόδιστος φορά». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σεύομαι «τίθεμαι σε γρήγορη κίνηση, ορμώ, τρέχω»] …
32Σαλαμίνα — Νησί του Σαρωνικού, κοντά στη δυτική παραλία της Αττικής. Έχει σχήμα ακανόνιστο και στη δυτική του ακτή ανοίγεται ο βαθύς κόλπος της Σ., που χωρίζει σχεδόν σε δύο το νησί. Εκεί βρίσκεται το ομώνυμο λιμάνι. Πρόκειται για μεγάλο παράλιο οικισμό (23 …
33αβέρτος — η, ο επίρρ. α (λ. ιταλ.), ανοιχτός, ανεμπόδιστος: Είχε το σπίτι του αβέρτο. – Μοιράζει υποσχέσεις αβέρτα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
34ακώλυτος — η, ο επίρρ. α ανεμπόδιστος: Η εξέλιξη ως την κορυφή της ιεραρχίας, στην υπηρεσία αυτή, είναι ακώλυτη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
35αμπόδιστος — η, ο ανεμπόδιστος, ελεύθερος: Ο γάμος τους ήταν τώρα πια αμπόδιστος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
36απεριόριστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι περιορισμένος, δεν έχει όρια: Έχετε στη διάθεσή σας απεριόριστο χρόνο. 2. ανεμπόδιστος: Τα παιδιά του ξεστράτισαν, γιατί τα είχε απεριόριστα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
37АНЕМПОДИСТ — [греч. ̓Ανεμπόδιστος], мч. Персидский (пам. 2 нояб.) см. Акиндин, Пигасий, А., Аффоний, Елпидифор …