ανεμπόδιστος
21αμπόδιστος — η, ο [μποδίζω] ο ανεμπόδιστος* …
22ανενόχλητος — η, ο (AM ἀνενόχλητος, ον) εκείνος που δεν τον ενοχλεί κανείς, ο αδιατάρακτος, ο ανεμπόδιστος μσν. νεοελλ. εκείνος που δεν ενοχλεί τους άλλους, ο φιλήσυχος μσν. αμέριμνος, ξέγνοιαστος …
23απαρακώλυτος — η, ο ανεμπόδιστος, ελεύθερος …
24απαραπόδιστος — ἀπαραπόδιστος, ον (Α) [παραποδίζω] 1. απαλλαγμένος από εμπόδιο ή δυσκολία, ανεμπόδιστος 2. διαυγής, καθαρός …
25απερίκοπος — η, ο (Μ ἀπερίκοπος, ον) (για τόπο) εκείνος τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να πλησιάσει νεοελλ. (για χρήματα ή λόγους) αμείωτος, αυτός που δεν έχει περικοπεί μσν. αδιάκοπος, ανεμπόδιστος …
26απεριόριστος — η, ο (AM ἀπεριόριστος, ον) αυτός που δεν περιορίζεται, δεν έχει όρια, ο δίχως άκρη, άπειρος νεοελλ. μτφ. αυτός που ενεργεί ή κινείται χωρίς περιορισμούς, ανεμπόδιστος, ελεύθερος …
27ασκόνταφτος — η, ο 1. αυτός που δεν σκοντάφτει σε δυσκολίες, ανεμπόδιστος 2. ανεπίληπτος …
28διαιρώ — (AM διαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. χωρίζω σε μέρη, κατατέμνω, μερίζω 2. εκτελώ την πράξη τής διαίρεσης 3. διχάζω, προκαλώ διχόνοια, διασπώ την ενότητα («διαίρει και βασίλευε» φρόντιζε να σπέρνεις τη διχόνοια ανάμεσα στους εχθρούς σου, ώστε να κυβερνάς… …
29ευαπάλλακτος — εὐαπάλλακτος, ον (Α) 1. αυτός από τον οποίο απαλλάσσεται ή ελευθερώνεται κάποιος εύκολα («τὸ πάθος γίνεται εὐαπαλλακτότερον», Αριστοτ.) 2. αυτός που διασκορπίζεται, που εξαφανίζεται εύκολα 3. ανεμπόδιστος, ελεύθερος 4. (για επιχείρημα) αυτός που… …
30εύλυτος — η, ο (ΑΜ εὔλυτος, ον) 1. αυτός που λύνεται εύκολα («εὔλυτοι ὑποδέσεις», Διόδ. Σικ.) 2. μτφ. αυτός τού οποίου η λύση βρίσκεται εύκολα («εύλυτο αίνιγμα») αρχ. 1. εύκολος στη μετακίνηση, στη χρήση, εύστροφος («θύραι στροφὰς ἔχουσαι εὐλύτους», Διόδ.) …